Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Ο Δρυΐδης (Τα Χρονικά του Βάρδου #10)

wallup.net

Ξύπνησαν με το γλυκό αεράκι να τους χαϊδεύει τα πρόσωπα, τα πουλιά να κελαηδούν και την απαλή χλόη να τους κρατά ζεστά στην αγκαλιά της. Απέναντί τους έβλεπαν τον ωκεανό να χτυπά με δύναμη τα άγρια βράχια, στα οποία κατέληγε αυτός ο καταπράσινος παράδεισος. Γύρω τους υπήρχαν, δέντρα, θάμνοι και μια μοναχική ξύλινη παράγκα στην άκρη του γκρεμού.
                «Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Νέντος, τρίβοντας τα μάτια και προσπαθώντας να αντιληφθεί την ομορφιά που αντικρίζει.
                «Υπέροχο!» Η Νόρμα λάτρευε τα λουλούδια. Είχε πλέον χαθεί στην απέραντη χλόη που κάλυπτε τα πάντα και έμοιαζε με μικρό παιδί ανάμεσα στα αγαπημένα της πράγματα. 
Κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια και όλων των ειδών και χρωμάτων τα άνθη στόλιζαν το χώρο, όντας σε απόλυτη αντίθεση με τα απόκρημνα βράχια από κάτω τους.
                «Και τι κάνουμε τώρα; Πως φτάσαμε εδώ; Που είναι τα βουνά;»
                «Ας ελέγξουμε εκείνη την καλύβα» πρότεινε ο Θον και όλοι ακολούθησαν.
                Χτύπησαν την πόρτα τρεις φορές, αλλά δεν απάντησε κανείς. Κοίταξαν μέσα από το παράθυρο, αλλά το μέρος ήταν σχεδόν άδειο. Και τότε η φωνή που ακούστηκε στα Βουνά του Χάους τους μίλησε ξανά, μόνο που τώρα έμοιαζε να έρχεται από κάπου πολύ κοντά τους.
                «Μην χτυπάτε άδικα. Αυτός που έμενε εκεί έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό».
                «Και ποιος είσαι εσύ γέρο;» απάντησε απότομα ο Σαράχι. 
                Ο γέροντας στεκόταν πίσω τους με μια μαγκούρα στο χέρι και ένα περιστέρι στον ώμο του. Τα ρούχα ήταν φτωχικά και πολυφορεμένα, ενώ οι ρυτίδες είχαν γεμίσει κάθε σπιθαμή του προσώπου του.
                «Εσύ ποιον ψάχνεις ανυπόμονε νεαρέ Ίβριλ;»
                «Δρυΐδη; Εσύ είσαι; Συγχώρα με για την αγένεια μου» και πέφτοντας στα πόδια του άρχισε να δακρύζει.
                «Χάσαμε την πατρίδα μας, η κοιλάδα του Βαράν χάθηκε για πάντα. Ακολουθήσαμε τις γραφές λοιπόν και ήρθαμε σε σένα» δήλωσε με τρεμάμενη φωνή η Νόρμα. «Ώστε όλα είναι αλήθεια τελικά!»
                «Η αλήθεια έχει πολλές όψεις νεαρή μου και πολλές ερμηνείες επίσης. Ποιος μπορεί να ξέρει τι είναι αληθινό και τι όχι».
                «Όπως αυτός ο κόσμος», απάντησε αποφασιστικά ο Ρεμύ. «Μοιάζει να είναι αληθινός, αλλά είναι πραγματικά;»
                «Μεγάλη είναι η σοφία σου ιερέα και θα σου χρειαστεί στις μάχες που έρχονται. Αν εσύ θέλεις να είναι πραγματικός, τότε είναι, αν όχι, τότε ζούμε ένα όνειρο. Αλλά τι εμποδίζει ένα όνειρο να γίνει πραγματικότητα;» 
                Τα λόγια του Δρυΐδη προβλημάτισαν τον Ρεμύ και δίστασε να απαντήσει άμεσα. Προτού όμως να προλάβει να οργανώσει τη σκέψη του, πετάχτηκε ο Θον.
                «Πίστη! Θέλει πίστη για να αποδεχτείς το διαφορετικό, το αλλόκοτο. Και χωρίς αυτήν ο κόσμος είναι χαμένος».
                Ο Δρυΐδης τον κοίταξε γαλήνια και με πατρική στοργή. Έμοιαζε να τον γνωρίζει από καιρό, αλλά το πρόσωπο του ήταν μπερδεμένο, λες και δεν ήταν άνθρωπος ή λες και κουβαλούσε γνώση και εμπειρίες αιώνων. Ο Θον όμως τον άκουγε με προσοχή, γιατί ο κέρδισε τον σεβασμό του από την πρώτη στιγμή που τους μίλησε.  
                «Πολύ σωστά, πολύ σωστά. Δεν είναι περίεργο που είσαι, αυτός που είσαι! Έφτασε η ώρα και οι ουρανοί θα ανοίξουν. Κατανοώ την απορία στα βλέμματά σας. Αυτό που θα ακούσετε είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της Ιόλια, την οποία κατανοούσαν και δόξαζαν τα ξωτικά της Τινέθιελ».
                Κάθισαν γύρω από ένα μεγάλο δέντρο που είχε θέα τον ωκεανό, με το Δρυΐδη στη μέση και διάφορα ζώα που είχαν μαζευτεί, μαγεμένα και σε πλήρη αρμονία με την παρουσία του. Και ξεκίνησε την ιστορία.
                «Πολλές χιλιετίες πριν, η δύναμη που αποκαλούμε Έα έδωσε ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Διάφορα πνεύματα ήρθαν να τον κατοικήσουν και αργότερα γεννήθηκαν οι άνθρωποι, τα ξωτικά και οι νάνοι. Τα πνεύματα αυτά, τα ονόμασαν Θεούς και τους λάτρευαν σαν καθοδηγητές στη ζωή. Όμως, ξέχασαν την Έα, αν και αυτή δεν τους ξέχασε ποτέ. Συγκεκριμένα, δεν έφυγε ποτέ από αυτόν τον κόσμο. Ένα κομμάτι της ύπαρξής της έμεινε εδώ. Η Έα χάρισε στα πλάσματά της ένα δώρο αμέτρητης αξίας. Είναι η δύναμη που τα ξωτικά ονόμασαν μαγεία. Η δύναμη αυτή είναι αδύνατο να περιγραφεί, μα με τους αιώνες τα ξωτικά έμαθαν να τη χρησιμοποιούν και τη δίδαξαν και στους ανθρώπους. Ταυτόχρονα όμως ήρθε και το σκοτάδι στην Ιόλια. Η σκοτεινή μαγεία είναι μια έκφανση της δύναμης της Έα, η οποία πήγαζε από την αλαζονεία και το μίσος των ανθρώπων».
                «Οι Παλιοί και οι Νέοι Θεοί λοιπόν δεν είναι όντως θεοί;» Ο Ρεμύ φαινόταν μαγεμένος από τη συζήτηση και προσπαθούσε να αδράξει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε.
                «Το ερώτημα ιερέα είναι αν ο άνθρωπος δημιουργεί τους θεούς ή αν οι θεοί τον άνθρωπο. Αν ισχύει το δεύτερο τότε η Έα είναι η μία και μοναδική Θεά του κόσμου. Όμως, η δύναμη της φαντασίας του ανθρώπου είναι αμέτρητη και μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα».
                «Τι συνέβη στην Κενή Εποχή;» ρώτησε με τεράστια απορία στα μάτια, ο Νέντος.
                «Αυτή νεαρέ μου ήταν η πιο σκοτεινή εποχή αυτού του κόσμου. Μια αίρεση, η λεγόμενη Αδελφότητα του Θεού της Νύχτας, κήρυξε πόλεμο στα ξωτικά προσπαθώντας να κατακτήσει την Ιόλια. Οι μαχητές της, μάγοι και επίλεκτοι πολεμιστές εκπαιδευμένοι στις σκοτεινές τέχνες, κάλεσαν δαίμονες και πλάσματα από κόσμους τρομερούς για να αντισταθμίσουν τη χάρη των ξωτικών. Έτσι, ο Άρχοντας Έαροντ και η Αρχόντισσα Βαλάριεν, αποφάσισαν να κλειδώσουν τη μαγεία για πάντα. Πρώτα, φυλάκισαν το σκοτάδι σε ένα γυναικείο σώμα, την τελευταία γυναίκα που θυσιάστηκε στο Θεό της Νύχτας. Όμως, φοβούμενοι τα χειρότερα και για αποφευχθεί η ανισορροπία των δυνάμεων θυσιάστηκαν, εγκλωβίζοντας την μυστικιστική δύναμη μία και καλή. Έτσι, ο κόσμος ξέχασε τη μαγεία και οι ιστορίες του παρελθόντος έγιναν παραμύθια και μύθοι. Έτσι, χάθηκε ο πιο ένδοξος πολιτισμός που γνώρισε ποτέ αυτή η γη».
                «Όμως, αυτός ο κρύσταλλος κάνει πράγματα ανεξήγητα. Νομίζαμε πως είναι μαγεία, αλλά αν έχει κλειδωθεί οριστικά, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό» δήλωσε ο Θον.
                «Δε θα το έλεγα μαγεία σίγουρα. Αυτό είναι απλά ένα κατάλοιπο εκείνης της εποχής, που τώρα όμως, ξυπνάει. Έχει προφητευθεί, πως τα ξωτικά θα επιστρέψουν στον κόσμο, όμως ένας εκλεκτός των ανθρώπων θα διώξει το σκοτάδι μια για πάντα».
                «Δρυΐδη, ο κρύσταλλος φέρεται παράξενα. Μου μιλάει, με ζαλίζει και πολλές φορές νομίζω πως με ελέγχει και με κατευθύνει. Πιστεύω, πως το φορτίο αυτό είναι δικό μου. Τι πρέπει να κάνω τώρα;»
                Ο Θον αντιμετώπιζε για άλλη μια φορά τον Δρυιδη σαν ένα πρόσωπο που γνώριζε. Σαν κάποιον με τον οποίο είχε συναντηθεί ξανά ή σαν κάποιον που θα συναντούσε στο μέλλον, όμως αυτό ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε αυτή τη στιγμή.
                «Ακολούθα τον κρύσταλλο και πάντα να πιστεύεις» απάντησε ο γέρος. «Να πιστεύεις πως υπάρχει ελπίδα για αυτόν τον κόσμο και πως την κατάλληλη στιγμή θα είσαι στο κατάλληλο μέρος. Και εκεί πρέπει να κάνεις το καθήκον σου».
                «Ποιο είναι το καθήκον μου;»
                «Θα μπορούσα να σου πω, Θον της Τινέθιελ, όμως ο κόσμος δε λειτουργεί έτσι. Πολλά έμαθες ήδη και ακόμα περισσότερα έχεις να μάθεις μέχρι να τελειώσει αυτό το ταξίδι. Δεν μπορώ να σου πω το πεπρωμένο σου, αυτό οφείλει ο καθένας να το ανακαλύπτει μόνος. Πρόσεξε όμως το σκοτάδι που έρχεται από το νότο και τις μαύρες πανοπλίες που θέλουν να κυριεύσουν την Ιόλια, γιατί δεν ξέρουν ακόμα ποιος κυριεύει τους ίδιους. Όσο για εσάς, αγαπημένοι μου Ίβριλ, θα βρείτε το σπίτι σας εκεί που θα αναπαυθεί ο κρύσταλλος, εκεί που θα τελειώσουν όλα».
                Ο Δρυΐδης σηκώθηκε, χάιδεψε λίγο τον Κουτ, που έμοιαζε σαν άκακο κουτάβι δίπλα του και κίνησε προς την καλύβα.
                «Ε, περίμενε. Εσύ τι είσαι τελικά;» ρώτησε ο Νέντος.
                «Έχει σημασία Νέντος της Βανέρια; Να έχεις το κεφάλι σου καθαρό και τα μάτια σου ανοιχτά. Κοίτα εκεί που θες να πας για να μην πας εκεί που κοιτάς καλέ μου τοξότη. Είχα κι εγώ ένα τόξο κάποτε… ωραίο όπλο! Αντίο φίλοι μου, κοιμηθείτε και ξεκουραστείτε γιατί αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα. Χρησιμοποιήστε τη γνώση προς όφελος σας και όλοι οι δρόμοι θα είναι ανοιχτοί», είπε και χάθηκε στην καλύβα. 
                Κανείς τους δε μίλησε. Ο όγκος πληροφοριών ήταν τεράστιος και δύσκολος να τον επεξεργαστούν, καθώς ο ήλιος έδυε και η κούραση τους κατέκλυζε. 
                Και κοιμήθηκαν, εκείνο το βράδυ καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο.

Τα Χρονικά του Βάρδου #10

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.