Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Το Πρόσταγμα της Μητέρας (Τα Χρονικά του Βάρδου #7)

Tα τείχη του Βάμπουργκ έστεκαν ψηλά και τρομερά πάνω από την κοιλάδα. Μαύρα και κρύα σαν τον πάγο, με τους μεγάλους πύργους τους τοποθετημένους  με απόλυτη ακρίβεια σε στρατηγικά σημεία. Βέβαια, πιο παγερά και πιο εντυπωσιακά από τα τείχη της πόλης ήταν τα Βουνά του Χάους που κρέμονταν πίσω από την πόλη. Γιγαντιαία σαν τιτάνες, κοιτούσαν τα πάντα στην πόλη και στην κοιλάδα παντού. Τα αγριότερα και πιο επικίνδυνα βουνά της Ιόλια είχαν κερδίσει άξια τον τρομερό τίτλο τους.
                Το Βάμπουργκ ήταν μια πόλη που δεν κατακτήθηκε ποτέ ανά τους αιώνες. Μακρινή και αποστασιοποιημένη από την υπόλοιπη Ιόλια παρέμενε αυτόνομο κρατίδιο από την εποχή της Προδοσίας. Οι κάτοικοί της, φοβούμενοι το μένος του Άρχοντα των Ξωτικών, Έαροντ, κλείστηκαν πίσω από τα τείχη τους για αιώνες έχοντας μόνο εμπορική επικοινωνία με τα υπόλοιπα κράτη. Και αν στο εσωτερικό του τείχους αποτελούσε μια κλειστή κοινωνία, ακριβώς έξω από αυτά υπήρχαν έμποροι από όλο τον κόσμο. Οι ασημουργοί και οι σιδηρουργοί της πόλης ήταν φημισμένοι σε όλη την Ιόλια και οι τεχνίτες της έφτιαχναν τις ισχυρότερες και ποιοτικότερες πανοπλίες, οι οποίες και ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, από τη Νενάτ μέχρι και τη Νησιωτική Αυτοκρατορία της Σεράνια.
                Έναν τέτοιο πάγκο με οπλισμό για όλα τα γούστα χάζευε με θαυμασμό ο Θον, φορώντας τη μαύρη κουκούλα του για να μην προκαλέσει αδιάκριτα βλέμματα. Μπορεί να ήταν άγνωστοι εδώ, αλλά για λόγους ασφαλείας προτιμούσαν να μην εμφανίζουν δημόσια τα πρόσωπά τους, παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητο. Η Νόρμα και ο Σαράχι είχαν κατασκηνώσει σε ένα κοντινό άλσος, ενώ αυτός και ο Νέντος έψαχναν διαρκώς τρόπο να εισέλθουν στην πόλη, αφού δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τα Βουνά του Χάους. Η μόνη, κάπως ευκολοδιάβατη είσοδος, ήταν προσβάσιμη μόνο από το εσωτερικό της πόλης, και μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, η φρουρά ήταν πολύ έντονη εκεί.  Έτσι αποφάσισαν να έρθουν στα περίπτερα των εμπόρων, μήπως και αποσπάσουν κάποια χρήσιμη πληροφορία που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στο κάστρο. Πέρασαν απ’ όλους του πάγκους και απ’ όλα τα κιόσκια του παζαριού, αποφεύγοντας όμως τη δεξιά μεριά της αγοράς. Γιατί εκεί η καρδιά τους πονούσε και οι αναμνήσεις του παρελθόντος έκαιγαν τα σωθικά τους. Τα δουλοπάζαρα αποτελούσαν αντικειμενικά ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της αγοράς. Κύριοι και κυρίες της μεγάλης τάξης εξέταζαν προσεκτικά τα εμπορεύματα για να βρουν τον σκλάβο που τους ταίριαζε. Εδώ μπορούσε να βρει κανείς ανθρώπους απ΄ όλες τις άκρες της Ιόλια. Βανεριανοί και Νενατιανοί, Ιβριλ και Ντανεϊρανοί, μέχρι και δούλοι από την πλούσια Νησιωτική Αυτοκρατορία, στημένοι, περιμένοντας το νέο τους αφέντη. Αυτό που πλήγωνε πιο πολύ τον Θο, ήταν το βλέμμα τους. Έβλεπε στα μάτια τους τον ίδιο πόνο και τα ίδια βάσανα που κάποτε αντίκριζε στους δικούς του ανθρώπους, αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
                Τώρα έπαιζε στο μεγάλο παιχνίδι, στο παιχνίδι της μοίρας.
                Γιατί αυτή κινεί τα νήματα του κόσμου και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις βουλές της.
                Λίγο έξω από την αγορά, δυο άνδρες κυνηγούσαν μετά μανίας έναν ρασοφόρο νεαρό. Κράδαιναν σπαθιά και λόγχες ενώ ο καημένος, ρακένδυτος ιερέας έτρεχε, όσο πιο πολύ μπορούσε, φτύνοντας σάλια και αίμα. Ο Θον και ο Νέντος επικοινώνησαν χωρίς να μιλήσουν και αποφάσισαν σε δευτερόλεπτα, να τρέξουν προς το μέρος του. Οι διώκτες του, που από το ντύσιμό τους καταλάβαινε κανείς πως ήταν λαθρέμποροι, τους αντιλήφθηκαν και γύρισαν αστραπιαία.

                «Ας τον να φύγει. Θα πιάσουμε αυτά τα δύο κελεπούρια Ρικ!» φώναξε ο ψηλότερος των δύο, τρίβοντας με λαιμαργία ένα λοξό ξίφος πάνω στην τριχωτή κοιλιά του.
                «Ναι αδερφέ, αυτοί θα πιάσουν πολλά περισσότερα!» έκρωξε ο κοντόχοντρος Ρικ.
                Ο Θον και ο Νέντος έφτασαν κοντά τους γρηγορότερα απ’ ότι περίμεναν. Ο τοξότης τράβηξε ένα βέλος και το κάρφωσε στο πόδι του ψηλού, χωρίς καν ο αντίπαλός του να αντιληφθεί το τι συνέβη. Πετάχτηκε στο πλάι, έπιασε το τόξο του και με μια βολή τρύπησε το δεξί μπράτσο του δουλέμπορα, κάνοντας τον να σπαρταράει από τον πόνο και με μια κλωτσιά στο πρόσωπο τον ακινητοποίησε. Απέναντι, ο Θον πολεμούσε με τον Ρικ. Όμως, κανείς δε θα το έλεγε μάχη αυτό. Ο αρχηγός της Μαύρης Αντίστασης έπαιζε με το θύμα του. Με κάθε χτύπημα του Ρικ, ο Θον έκανε την μικρότερη κίνηση που μπορούσε για να αποφύγει τη λόγχη του και όταν ο εχθρός του τράβηξε και το σπαθί από το θηκάρι του, το θέαμα έγινε απολαυστικό. Χόρευε γύρω από την παρατεταμένη λόγχη και το ζαρωμένο ξίφος, χωρίς καν να τραβήξει το δικό του. Τέτοιον έλεγχο είχε. Τόσο ανώτερός του ήταν. Τελικά, με μια απότομη κίνηση τον αφόπλισε και πιάνοντας τον από το λαιμό τον πέταξε στο έδαφος. Οι δύο άνδρες έφυγαν τρέχοντας, ηττημένοι και ντροπιασμένοι.
                «Σας ευχαριστώ πολύ! Οι Θεοί να σας έχουν καλά!» μουρμούρισε με τρεμάμενη φωνή ο ιερέας.
                «Πως σε λένε;» ο Θον είχε ήδη τρέξει προς το μέρος του, βοηθώντας τον να σηκωθεί και σκουπίζοντας το αίμα από το πρόσωπο του.
                «Το όνομα μου είναι Ρεμύ και είμαι ιερέας στην πόλη Ρίβα, της Ντανέιρα. Ήρθα εδώ για να κηρύξω τα έργα των Νέων Θεών, όμως με έπιασαν αιχμάλωτο και ήθελαν να με πουλήσουν» δήλωσε, καθώς έφτυνε λίγο ακόμα αίμα και λάσπη από το στόμα του. «Τώρα δεν έχω που να πάω, μου πήρα όλα τα χρήματα»
                «Θα έρθεις μαζί μας».
                «Ήρεμα Θον! Είναι από την Ντανέιρα! Είσαι σίγουρος;» αναφώνησε τρελαμένος ο Νέντος.
                «Φυσικά! Δεν μπορώ να αρνηθώ τη βοήθεια σε κανέναν. Ετοιμάσου φίλε μου, πάμε να σου γνωρίσουμε τους συντρόφους μας».

***

                Έφτασαν στη σκηνή τους δέκα λεπτά αργότερα. Η Νόρμα ετοίμαζε μεσημεριανό, ένα νοστιμότατο πτηνό αγνώστου ταυτότητας ,το οποίο είχε πιάσει χθες ο Νέντος. Η μυρωδιά τρύπησε τα ρουθούνια του Ρεμύ. Ο νέος έμοιαζε πλέον εξαντλημένος. Κάθισαν δίπλα από τη φωτιά που έκαιγε δυνατά και ο Θον τον σύστησε στη Νόρμα.
                «Αυτός εδώ είναι ένας ιερέας της Ντανέιρα. Πιάστηκε αιχμάλωτος και του πρότεινα να μείνει για λίγο μαζί μας».

                Η Νόρμα τον κοιτούσε περίεργα και με έκπληξη, όταν από έναν διπλανό θάμνο πετάχτηκε ο Σαράχι  μαζί με τον σκύλο, τον Κουτ.
                «Πως τολμάς να φέρνεις έναν απ’ αυτούς εδώ; Αυτοί οι άθλιοι, βεβήλωσαν τη γη μου, σκότωσαν τη γυναίκα μου και έκαψαν το σπίτι μου! Θα τον σκοτώσω!»
                Είχε ήδη τραβήξει το κοντάρι του όταν ο Νέντος μπήκε στη μέση, σταματώντας τον ακαριαία. Ο νεαρός Ίβριλ προσπαθούσε μετά μανίας να ξεφύγει, όμως η δύναμη του Νέντος ήταν ανώτερη, πολύ ανώτερη. Θα μπορούσε να τον κρατήσει εκεί για ώρες ολόκληρες, χωρίς να του επιτρέψει να κινηθεί. Όταν ηρέμησε λίγο, αποδεχόμενος την υπεροχή του πρώην βασιλιά της Βανέρια, τον άφησε.
                «Εδώ δεν υπάρχουν φυλές ή χρώματα. Έξω στην ερημιά, είμαστε όλοι ίδιοι, όλοι ίσοι», δήλωσε σκυθρωπά ο Νέντος.
                «Μπορώ να φανώ χρήσιμος. Αν και δεν είναι θέλημα των Νέων Θεών, να βοηθώ παγανιστές, λάτρεις των Παλιών, πολεμόχαρων θεοτήτων, σας είμαι υπόχρεος. Μου σώσατε τη ζωή και μπορώ να το ξεπληρώσω οδηγώντας σας στο κάστρο. Ήμουν εκεί πριν λίγες μέρες. Πλήρωσα βέβαια αδρά για να πάρω αυτές τις πληροφορίες, αλλά τώρα πρέπει να τις μοιραστώ μαζί σας και να σας δείξω το δρόμο. Έτσι προστάζει η Μητέρα».
                Ο Σαράχι έφτυσε επιδεκτικά. «Ας είναι. Όμως με το που φτάσουμε στο κάστρο, τρέξε να σωθείς. Στο λέω και άκου το καλά. Κάποια μέρα θα σε σκοτώσω και σένα και όλους τους ομοίους σου». Φτύνοντας άλλη μια φορά στη φωτιά, έφυγε και χάθηκε στο δασάκι μαζί με τον Κουτ.
                «Λοιπόν πως θα μπούμε μέσα;» ρώτησε ο Θον.
                «Πρέπει πρώτα να πέσει η νύχτα της Πέμπτης Μέρας. Μόνο τότε έχουμε την ευκαιρία. Και χρειαζόμαστε γάντζους και σχοινιά».
                «Έγινε. Σε δύο μέρες λοιπόν. Μέχρι τότε μπορείς να μείνεις μαζί μας» είπε η Νόρμα δίνοντας του λίγη σούπα και λίγο κρέας.
                Έμειναν μαζί στην κατασκήνωση για δύο μέρες και το επόμενο βράδυ ξεκίνησαν για το κάστρο.
 

 Κάθε βήμα του Θον, τον έφερνε πιο κοντά στο πεπρωμένο του. Και αυτό ήταν παγερό και μαύρο, σαν τα Βουνά του Χάους.

Τα Χρονικά του Βάρδου #7

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.