Ο Θον ξεπρόβαλε από την τρεμάμενη από το σεισμό λίμνη. Πίσω του η μισογκρεμισμένη γέφυρα των ξωτικών είχε πλέον βουλιάξει εντελώς, ενώ το νερό της Τινέθιελ συνέχιζε τον αλόγιστο παφλασμό του. Βγήκε ως αθάνατος και πραγματικά ήταν, έστω και για λίγο. Τα μάτια του έλαμπαν, ενώ το κορμί του εξέπεμπε μια απόκοσμη και καθηλωτική αύρα. Απέναντί του αντίκρισε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Οι Ίβριλ μαχητές, μαζί με το φίλο του τον Νέντος, ήταν κρεμασμένοι σε ψηλά ξύλινα δοκάρια. Πληγές είχαν γεμίσει το σώμα τους και το αίμα τους κυλούσε στα πήλινα πιθάρια που βρίσκονταν από κάτω από τον τόπο του βασανιστηρίου. Ακόμη, είδε ένα στρατό από δαιμονισμένους πολεμιστές να στέκονται ανάμεσα σε αυτόν και τη Λίλιθ, την προσωποποίηση του σκοταδιού. Η μεγαλύτερη όμως έκπληξη ήταν η παρουσία του Κόμη Βοργκ δίπλα στη Λίλιθ, στα πόδια του οποίου κείτονταν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα. Αυτός ήταν ο νέος υποτακτικός της, ή, για την ακρίβεια, αυτός ήταν πάντα.
«Θον! Τι έκπληξη! Νομίζαμε πως θα πεθάνεις εκεί μέσα, καλό μου παιδί» δήλωσε ειρωνικά η γυναίκα. «Ο Κόμης μου είχε πει πόσο πεισματάρης είσαι, αλλά δεν παύεις να με εκπλήσσεις συνεχώς! Μου έφερες τη δύναμή μου;»
«Δεν είναι δική σου αυτή η δύναμη. Δεν είναι κανενός. Ανήκει στον κόσμο και στους ανθρώπους που κατοικούν εδώ. Ανήκει στην Ιόλια και σε ότι αναπνέει πάνω σε αυτή. Και δε θα σου επιτρέψω να την ακουμπήσεις».
Η Λίλιθ γέλασε δυνατά και υστερικά. «Δε θα μου επιτρέψεις; Ποιος, εσύ; Τι μπορεί να κάνει ένας ποταπός άνθρωπος απέναντί μου; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα! Είσαι ένα τίποτα!»
Ο Θον τράβηξε τον Ελευθερωτή από το θηκάρι του. Ακούμπησε τη μύτη του στο έδαφος και ένιωσε το μέγεθος της δύναμης που κατείχε. Μπορούσε να ακούσει τη γη, τα φύλλα, τα δέντρα, τα ζώα. Με λίγη συγκέντρωση μπορούσε να ακούσει ακόμα και τις καρδιές των φίλων του. Ήταν ακόμα ζωντανοί. Τώρα ήταν η ώρα του. Αυτή ήταν η μάχη της ζωής του.
Όρμησε με μανία προς το δαιμονισμένο πλήθος. Άμεσα, βρέθηκε αντιμέτωπος με περισσότερα από πενήντα σάπια σώματα, τα οποίο όμως είχαν τη δύναμη δέκα ανδρών το καθένα. Ωστόσο, δεν είχαν καμία ελπίδα απέναντί του. Έσκιζε τη σάπια σάρκα τους και έκοβε τα κεφάλια τους με περισσή ευκολία. Οι αντίπαλοι του ήταν πολλοί, περισσότεροι απ΄ όσους θα μπορούσε να αντιμετωπίσει χωρίς να του τελειώσει ο χρόνος, αλλά δεν ήταν μόνος του. Με μια κραυγή πολέμου, ο Θον της Τινέθιελ, κάλεσε όλα τα πνεύματα των ξωτικών της λίμνης στο πλευρό του. Αναδύθηκαν από το χώμα και από το νερό και όρμησαν πάνω στο δαιμονισμένο στρατό της Κρέα. Αυτή ήταν μια μάχη μαγείας, μια μάχη καλού και κακού που είχε χρόνια να αντικρύσει ο κόσμος. Και ο Θον ήταν ο νικητής.
Όσο ο νεκρός στρατός του Θον απομάκρυνε το πλήθος, αυτός πλησίαζε προς τη Λίλιθ. Δυο γιγαντόσωμοι άνδρες μπήκαν στο δρόμο του, όμως αποκρούστηκαν από τα πνεύματα της Βαλάριεν και του Έαροντ. Πλέον, το πεδίο ήταν ελεύθερο. Πρώτος τον πλησίασε ο Κόμης Βοργκ. Ήταν διαφορετικός πλέον και θύμιζε πολύ το Ρεμύ. Τα μάτια του έσταζαν αίμα και το δέρμα του προσώπου του ήταν γεμάτο ουλές και ρυτίδες. Συγκρούστηκαν, πολύ πιο άγρια και πολύ πιο δυνατά απ’ ότι τότε στο Βάμπουργκ. Τα σπαθιά τους μετά βίας άντεχαν τη δύναμη που τους ασκούνταν και κανείς δεν έδειχνε να έχει το πλεονέκτημα. Το φως έναντι στο σκοτάδι. Η ελπίδα έναντι στον πόνο. Αυτές οι δυνάμεις συγκρούονταν στον κόσμο εδώ και αιώνες, κάτι που δεν επρόκειτο να αλλάξει ποτέ.
«Δε σε περίμενα τόσο αδύναμο Βοργκ!» τόνισε ο Θον. «Δεν περίμενα να είσαι υποχείριο μιας τέτοιας γυναίκας. Που είναι η αξιοπρέπειά σου; Που είναι η περηφάνια σου;»
«Αξιοπρέπεια, περηφάνια, έννοιες ασήμαντες μπροστά στην απεριόριστη δύναμη που μπορώ να αποκτήσω» απάντησε ο Κόμης, αποκρούοντας ένα ακόμη χτύπημα του Θον και φτύνοντας αίμα από το στόμα του. «Δεν έχεις δει τι μπορεί να κάνει η Λίλιθ και τι υπάρχει έξω από τον μικρόκοσμο στον οποίο ζούμε! Δεν μπορείς καν να αντιληφθείς το μέγεθος της ύπαρξης! Να είσαι σίγουρος Θον, πως οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έκανε το ίδιο. Κανένα βασίλειο δεν μπορεί να μου δώσει αυτά που μπορεί αυτή η γυναίκα! Ακόμα και ο ίδιος ο κόσμος είναι ασήμαντος μπροστά της!»
Τουναντίον, ο Θον καταλάβαινε τον αντίπαλο του. Η δύναμη που ένιωθε, η ανωτερότητα αυτού που λένε μαγεία είναι ανυπέρβλητη. Όμως, καμία δύναμη δεν έχει σημασία όταν απειλείται ο κόσμος ο ίδιος. Αυτό είναι το πιο σημαντικό και για αυτό αγωνιζόταν.
Ένιωθε πως ο χρόνος του τελείωνε. Έπρεπε να κάνει κάτι και σύντομα, αλλιώς θα ήταν πολύ αργά. Αν πέθαινε προτού προλάβει να αποτελειώσει την Κρέα, όλα θα ήταν μάταια. Και η ευκαιρία βρέθηκε, γιατί οι ευκαιρίες δίνονται σε αυτούς που τις αξίζουν. Καθώς χτυπιόταν ακόμα μανιασμένα με τον Βοργκ, ένιωσε κάτι να τον διαπερνά. Το πνεύμα του Έαροντ πέρασε από μέσα του και επιτέθηκε στον Κόμη, ρίχνοντάς τον κάτω.
«Πήγαινε Θον. Σκότωσε τη Λίλιθ. Σώσε τον κόσμο, παιδί μου. Κάνε αυτό που δεν μπόρεσα να κάνω εγώ!» Τα λόγια του Έαροντ έδωσαν ακόμα μεγαλύτερο θάρρος στο Θον. Έτρεξε, με όση δύναμη είχε ακόμα και στάθηκε απέναντί της ως ίσος. Όχι. Ήταν ισχυρότερός της.
Σήκωσε τον Ελευθερωτή στο ύψος του ώμου και ίσιωσε τη λεπίδα στην ευθεία της καρδιά της- αν είχε καρδιά. Η μαυροντυμένη γυναίκα στεκόταν αμίλητη και ανέκφραστη, ενώ τοποθετούσε το χέρι της επάνω στο σπαθί. Ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να τον υπερνικήσει, ήταν σίγουρη πως ήταν αδύναμος και κατώτερός της. Ο Θον άρχισε να πιέζει τον Ελευθερωτή προς την καρδιά της. Η σιγουριά της Λίλιθ χάθηκε. Όσο πιο πολύ πλησίαζε η άκρη του σπαθιού το στήθος της, τόσο πιο μεγάλο βλέμμα απόγνωσης σχηματιζόταν στο πρόσωπό της. Ήταν ελκυστική ,αλλά τώρα έμοιαζε άσχημη και γερασμένη, ανήμπορη εμπρός σε μια ανώτερη δύναμη. Τα ρούχα του Θον σχίστηκαν και ο κρύσταλλος φάνηκε, τοποθετημένος, ως ένα κομμάτι του σώματός του, στο κέντρο του στήθους του. Και με ένα τελευταίο σπρώξιμο ο Ελευθερωτής έκοψε στα δυο την καρδιά της.
Πανικός. Το ωστικό κύμα που δημιουργήθηκε, έριξε κάτω όλους τους πολεμιστές και για λίγο κανείς δεν ήξερε τι συνέβη. Εκείνη τη στιγμή έφθαναν ενισχύσεις των δύο στρατών και μάλλον έμειναν έκπληκτοι με το θέαμα που είδαν. Ο Θον είχε μείνει μαρμαρωμένος και τα πόδια του είχαν ξεκινήσει να αποκτούν μια κρύα και παγερή υφή. Ο Νέντος και ο Σαράχι, που είχαν απελευθερωθεί μετά το ωστικό κύμα, έτρεξαν δίπλα του.
«Φίλοι μου, ήταν μεγάλη τιμή μου να ζήσω και να πολεμήσω μαζί σας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία να πεθαίνεις δίπλα σε φίλους, αλλά προτού γίνει αυτό, θέλω να τα μάθετε όλα».
Το μυαλό τους πόνεσε και τους έπιασε ίλιγγος. Ο Θον ήταν στο μυαλό τους και οι πληροφορίες που δέχονταν ήταν καταιγιστικές. Είδαν το βυθό της λίμνης και τα πνεύματα των ξωτικών, το πώς έγινε ένα με τον κρύσταλλο και άκουσαν τα λόγια του Έαροντ. Ήξεραν πλέον πως ο φίλος τους θα πεθάνει και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ξαφνικά, επανήλθαν στην πραγματικότητα. Ήταν ακόμα εκεί, δίπλα στο Θον. Πλέον ο μισός είχε καλυφθεί από αυτή την κρυσταλλική μάζα και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Πριν ξεψυχήσει κατάφερε να ψιθυρίσει.
«Όλα είναι πλέον καλά. Ο Έρεν. Προστατέψτε τον Έρεν».
Έτσι χάθηκε ο Θον. Ένας άνθρωπος που πάλεψε και με το σκοτάδι της ζωής του, αλλά και με το σκοτάδι που κρύβει ο κόσμος. Και, στο τέλος, έγινε κάτι ανώτερο απ’ ότι θα περίμενε ποτέ του.
Αυτή ήταν η ιστορία του Θον του Βάρδου της Τινέθιελ και των Ελεύθερων Ανθρώπων.