Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Όνειρα (Τα Χρονικά του Βάρδου #12)

Ξύπνησε απότομα με τα νερά της λίμνης να του χαϊδεύουν τα πόδια. Το αεράκι ήταν δροσερό και ο ήλιος μόλις που περνούσε το πυκνό φύλλωμα των δέντρων του Μπίβερεν. Σηκώθηκε και βούτηξε στη λίμνη. Πλατσούριζε, σα μικρό παιδί, ενώ μια περίεργη και απόκοσμη μουσική γέμιζε την ατμόσφαιρα.
                Κοίταξε καλύτερα γύρω του και κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος. Γυναίκες, παιδιά και πολεμιστές βρίσκονταν γύρω του, απολαμβάνοντας τη συντροφιά της Τινέθιελ. Όμως, δεν ήταν άνθρωποι. Όλες οι φιγούρες που αντίκριζε ήταν ψηλότερες του ανθρώπινου μέσου όρου και εξέπεμπαν μια απόμακρη και μεγαλειώδη αύρα. Τα αφτιά τους ήταν πεταχτά και τα ξανθά και μακριά μαλλιά τους, ήταν ότι ομορφότερο είχε δει ποτέ του.  Ήταν ξωτικά. Ανάμεσα τους, ξεχώρισε με την πρώτη ματιά μια γυναίκα. Είχε και αυτή κατάξανθα, πολύ μακριά μαλλιά και φορούσε ένα λεπτό και κομψό λευκό φόρεμα. Αλλά, αυτό που τον έκανε να χάσει το μυαλό του ήταν τα μάτια της. Δυο μικροί, καταπράσινοι κόσμοι, που κοιτούσαν απευθείας την ψυχή του. Δεν μπορούσε να γλιτώσει από το βλέμμα της και δεν το ήθελε κιόλας.
                «Εσύ είσαι η φωνή που ακούω;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.           
                «Ναι, Θον. Το όνομα μου είναι Βαλάριεν, ή, για την ακρίβεια, ήταν Βαλάριεν».
                «Αυτή είναι η λίμνη Τινέθιελ, σωστά; Αλλά είναι διαφορετική».
                «Είναι ακριβώς η λίμνη Τινέθιελ», απάντησε χαμογελώντας. «Όμως βλέπεις μια παρελθοντική της κατάσταση, στην εποχή μου, στην εποχή των ξωτικών».
                «Γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου; Τι θέλεις να κάνω;» δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από τα μάτια της. Η γυναίκα αυτή τον είχε μαγέψει.
                «Νομίζω πως ο Δρυΐδης σου εξήγησε. Πως είσαι ο εκλεκτός της Ιόλια και την κατάλληλη στιγμή πρέπει να εκτελέσεις το καθήκον σου».
                «Ναι αλλά δε μου μίλησε για εσένα» απάντησε ευθέως ο Θον.
                «Μερικά πράγματα δεν μπορεί να τα γνωρίζει ούτε ο πάνσοφος Δρυΐδης. Εγώ και εσύ έχουμε κάτι να κάνουμε και θέλω να με ακολουθήσεις» έβγαλε τα ρούχα της και βούτηξε και αυτή στη λίμνη. Κολύμπησαν βαθιά, κάτω από τη μεγάλη γέφυρα και έφθασαν στη βάση της. Τότε η Βαλάριεν εμφάνισε στο χέρι της έναν κρύσταλλο παρόμοιο με το δικό του.  Αυτός έλαμψε δυνατά και άνοιξε μια κρυφή πύλη στον τοίχο η οποία αντέδρασε τρεμάμενη στο φως του.
                «Είναι νεκροταφείο;» ρώτησε ο Θον, εμφανώς έκπληκτος και σαστισμένος. Ο χώρος ήταν τεράστιος και γεμάτος με λάβαρα και αγάλματα πολεμιστών. Στους τοίχους υπήρχαν σκαλισμένοι τάφοι, ενώ στο κέντρο της αίθουσας δέσποζαν δύο μεγάλοι τύμβοι.
                «Αυτός είναι ο τάφος μου Θον και εκείνος είναι του άνδρα μου, του άρχοντα Έαροντ. Όταν έρθει η ώρα πρέπει να έρθεις εδώ και με τη δύναμη του κρυστάλλου να αναγεννήσεις τα σώματά μας. Θα το κάνεις αυτό για μένα ;»
                «Φυσικά. Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;»
                «Δεν μπορείς».

 Ξύπνησε, κάθιδρος και κουρασμένος, με τη Νόρμα δίπλα του να τον προσέχει.
                «Εφιάλτης;» ρώτησε η κοπέλα του, με συμπονετικό βλέμμα.
                «Όχι κάτι πιο σημαντικό». Σηκώθηκε ατενίζοντας τους τεράστιους πύργους και τα θηριώδη τείχη της Ιλούμιναρ, της πρωτεύουσας της Νενάτ. Πλησίαζε περισσότερο στην αλήθεια, κάθε στιγμή και κάθε λεπτό.

Σε λίγες ώρες από τότε θα ξαναέβλεπα το γιο μου, για να τον χάσω ξανά μετά από λίγο.

Τα Χρονικά του Βάρδου #12

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.