Τα πέτρινα τεράστια σκαλιά των μπουντρουμιών οδηγούσαν σε μια στενή ξύλινη σκαλωσιά. Καθώς ανέβαιναν το τελευταίο εμπόδιο τους προς την ελευθερία, ο Ενρίκος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει όλα αυτά που είχαν συμβεί, και η καρδιά του πονούσε. Ο συσσωρευμένος πόνος ημερών έπνιγε την καρδιά του και η λύπη και η απόγνωση του θόλωναν την όποια λογική σκέψη προσπαθούσε να πραγματοποιήσει το μυαλό του. Ήθελε απλά να φύγουν, να εξαφανιστούν, από το Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλα, όσο το δυνατό γρηγορότερα.
Η σκαλωσιά τελείωσε σε μια μικρή πόρτα, την οποία όταν άνοιξαν βρέθηκαν μπροστά στο κεντρικό χώρο του Καθεδρικού Ναού του Ιακώβου. Ο κόσμος που είχε έρθει να προσκυνήσει τον άγιο μετά το δρόμο του Προσκυνήματος, έτρεχε σαν παλαβός. Είχαν ακούσει τον πυροβολισμό. Έκλεισαν την ξύλινη πόρτα, αφού πρώτα πέταξαν το περίστροφο πίσω στις κατακόμβες, και προσπάθησαν να πλησιάσουν τον ιερέα του ναού, για βοήθεια. Όμως, μόλις ο γέρος άνδρας γύρισε το κεφάλι του, τον είδαν. Αυτός που στην αίρεση αποκαλούσαν Μάγιστρο, ήταν ο ανώτατος ιερέας του ναού. Τώρα έδεναν όλα. Δεν είχαν καμία ελπίδα σωτηρίας εξ’ αρχής, αφού η ανώνυμη αυτή αίρεση ήλεγχε τον ναό εξ’ αρχής.
«Θέλετε βοήθεια τέκνα μου; Η έξοδος είναι από εκεί» δείχνοντας τους το δρόμο προς την κεντρική πόρτα του Καθεδρικού Ναού. Σιώπησαν. Το βλέμμα του, αν και γελαστό και χαρωπό, βαθιά μέσα του είχε την κακία που είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι. Η φωνή του ήταν ήρεμη και γαλήνια, όπως τότε που διέταζε να τους μαστιγώσουν, να τους βασανίσουν και να τους πληγώσουν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ωστόσο, αυτό που τρέλανε το μυαλό της Άλισον ήταν η άγνοια που έδειχνε μπροστά τους. Έμοιαζε λες και δεν είχε γίνει τίποτα, λες και τους είχε δει για πρώτη φορά και τους μιλούσε πραγματικά σαν μέλη του ποιμνίου του.
«Σας παρακαλώ κάντε γρήγορα. Σε λίγο θα έρθει η αστυνομία για να ερευνήσει τον πυροβολισμό και μετά θα αναλάβουμε εμείς». Το τελευταίο χαμόγελου του γέρου τους έκοψε τον αέρα. Έφυγαν γρήγορα, τρέχοντας, από το Ναό. Ακόμα πιο γρήγορα έφυγαν από την Ισπανία και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Κανένα πτώμα δε βρέθηκε στο Ναό και η αστυνομία θεώρησε πως επρόκειτο για φάρσα. Έξι μήνες αργότερα, έφθασε στο σπίτι τους ένα γράμμα από κάποιον πάτερ Φραγκίσκο, από το Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλα. Τους προσκαλούσε να επισκεφθούν ξανά το Ναό και πως η δεύτερη φάση θα ξεκινούσε σύντομα. Έκαψαν το γράμμα, μαζί με τις αναμνήσεις από το πρόσωπο που στιγμάτισε την ψυχή τους και δε μίλησαν ποτέ ξανά για τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιακώβου.