«Έτοιμος;» ρώτησε η Μαρί-Ανν καθώς ο Άλεξ κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου τους αναλογιζόμενος την τρέλα που θα επιχειρούσαν. Ένα απρόοπτο γύρισμα της τύχης τους έφερε μακριά από το Άνταμς Χάουζ, όμως δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εδώ. Τα χαρτιά τους, η ζωή τους, όλα ήταν εκεί. Σκέφτηκαν να προσφύγουν στην αστυνομία, αλλά χωρίς έντυπα φοβόνταν πως κανείς δε θα τους πίστευε. Έτσι, ο μόνος δρόμος ήταν η επιστροφή, το κλέψιμο των φακέλων τους και έπειτα η καταγγελία.
«Έτοιμος» είπε χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά και ακολούθησε την κοπέλα η οποία είχε ήδη βγει στον εξωτερικό χώρο του Παραδείσου. Εκεί, τους περίμεναν οι περισσότεροι ένοικοί του, με ευχές και δώρα αποχαιρετισμού. Πήραν ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν, κυρίως για λόγους ευγενείας, και ξεκίνησαν το δρόμο της επιστροφής. Όμως, δεν πρόλαβαν καν να φύγουν από την ευρύτερη περιοχή του παλιού σιδηροδρόμου, όταν τους περικύκλωσαν μαυροφορεμένοι άνδρες. Δύο τζιπ, ογκώδη σαν τέρατα, γέμισαν τον προαύλιο χώρο του Παραδείσου και από μέσα βγήκαν άλλοι τόσοι μπράβοι, ακολουθούμενοι από τον Δρ. Κρίστιαν Άνταμς τον ίδιο.
«Καλά μου παιδιά» αποκρίθηκε με ένα καθόλα ειρωνικό τόνο «σας ψάχναμε τόσο καιρό! Ήρθε η ώρα να γυρίσετε σπίτι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα σας έκαναν αυτοί οι αχρείοι, αυτοί οι βρωμιάρηδες, εδώ έξω! Εμπρός ελάτε. Αναλαμβάνουμε εμείς τώρα».
Ο Άλεξ ένιωθε θυμό, αμέτρητο θυμό. Αυτός ο άνθρωπος έφταιγε για όλα. Αυτός τον πήρε από την Ελλάδα, τον οδήγησε στο τρελοκομείο και πειραματίστηκε πάνω του χωρίς τη θέλησή του. Και τώρα, έρχεται εδώ και προσβάλλει τους μοναδικούς ανθρώπους που του έδειξαν συμπόνια απ’ όταν σκοτώθηκαν οι γονείς του. Δε θα το ανεχόταν, όχι αυτό. Ήταν έτοιμος να του επιτεθεί, όταν είδε τον γηραιότερο άνδρα του Παραδείσου, τον παππού Μοχάμεντ, όπως τον φώναζαν όλοι, να τον χαϊδεύει στον ώμο και να έρχεται δίπλα του.
«Κύριε, σας παρακαλώ. Είμαστε απλά ένας φιλήσυχος οικισμός και αυτά τα παιδιά είναι μέλη του. Μπορείτε σας παρακαλώ να φύγετε και να πάρετε και αυτά μαζί σας;» κοιτώντας προς τα περίστροφα που κρατούσαν οι μπράβοι του Άνταμς.
«Αυτοί οι δύο μου ανήκουν γέρο! Φύγε από τη μέση, πριν πληγωθεί κανείς».
«Αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Δυστυχώς». Πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του ο Άλεξ είδε τον Άνταμς να σηκώνει το όπλο που έκρυβε στο πανωφόρι του και με μία απλή, μα συνάμα εύστοχη βολή, να ανοίγει το κεφάλι του γέροντα. Τι στην ευχή;
Οι επόμενες στιγμές ήταν γεμάτες πανικό. Οι μπράβοι έτρεχαν και συλλάμβαναν τους πρόσφυγες, ενώ ο Άλεξ και η Μαρί- Ανν έστεκαν στο κέντρο του προαυλίου, ανίκανοι να αντιδράσουν. Γυναίκες φώναζαν την αστυνομία, αλλά παρόλο που το αστυνομικό τμήμα βρισκόταν κοντά, κανείς αστυνομικός δε βρισκόταν στο χώρο. Τότε μέσα στο χαμό, ο Άλεξ άκουσε τη φωνή του Δρ. Άνταμς.
«Λοιπόν, είδατε πως έχει το πράγμα και σε τι άκρα μπορώ να φτάσω. Μπορούμε να καθίσουμε εδώ και να περιμένουμε την αστυνομία, σκοτώνοντας έναν έναν όποιον βρούμε μπροστά μας. Κανείς δεν πρόκειται να έρθει. Η περιοχή είναι δική μου. Ωστόσο, μπορείτε να με ακολουθήσετε τώρα και κανείς άλλος δε θα πληγωθεί. Η απόφαση είναι δική σας, καλά μου παιδιά». Η τελευταία φράση ήταν ηθελημένα πολύ ειρωνικότερη από τον ήδη ειρωνικό τόνο της φωνής αυτού του χυδαίου ανθρώπου. Ο Άλεξ κοίταξε τη Μαρί-Ανν, η οποία έμοιαζε αποσβολωμένη. Λίγα βήματα μπροστά τους ένας μπράβος πατούσε με την μπότα του το κεφάλι του Σαούλ και ο μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, ούτε να αντιμιλήσει. Αυτή η τρέλα έπρεπε να σταματήσει. Τώρα.
Η Μαρί- Ανν έκανε ένα βήμα μπροστά. Έτεινε το χέρι της και με μια κίνηση σήκωσε στον αέρα το σκουλήκι που βασάνιζε το μικρό. Με άλλη μία αέναη κίνηση του χεριού της, έσπασε το λαιμό του και τον πέταξε στον γειτονικό τοίχο. Το ίδιο έγινε και με τον επόμενο πριν μία σφαίρα διαπεράσει το στήθος της. Το αίμα έπνιξε την μπλούζα της κοπέλας και ο Άλεξ την έπιασε πριν πέσει στο έδαφος.
«Τι κάνετε ηλίθιοι! Όχι σφαίρες σε αυτούς τους δύο! Μη μου χαλάτε τα πειράματα! Ζώα!» ο Δρ. Άνταμς ωρυόταν, ενώ ο Άλεξ με δάκρυα στα μάτια αντίκριζε το πνιγμένο στο αίμα σώμα της κοπέλας που λάτρευε. «Φύγε, τρέξε» ψιθύρισε αυτή πριν χάσει τις αισθήσεις της.
Το μυαλό και το σώμα του Άλεξ πονούσαν, αν και δεν είχε τραυματιστεί. Όλα γύρω του γύριζαν σαν τρελά και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί κάπου. Ο πόνος τον έπνιξε και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του πριν ξεσπάσει σε μία κραυγή οργής. Όμως, η κραυγή οργής του Άλεξ δεν ήταν σαν των υπολοίπων ανθρώπων. Ένα ωστικό κύμα συνέθλιψε τα τζάμια του παλιού σιδηροδρόμου, πετώντας παράλληλα στο έδαφος τους μπράβους και τους πρόσφυγες, χωρίς διακρίσεις. Απέναντι του είδε το Δρ. Άνταμς να προσπαθεί να σηκωθεί και ένιωσε όπως εκείνη τη μέρα που συνέθλιψε το μυαλό του φονιά της οικογένειας του. Ένιωσε δύναμη και οργή. Μπήκε χωρίς δισταγμό στο κεφάλι του Άνταμς και έπαιζε μαζί του. Του προκαλούσε πόνο και μετά χαρά και μετά πάλι πόνο. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον τρελάνει, να τον σκοτώσει και να απολαύσει την κάθε στιγμή. Για λίγο αποδέχθηκε τη σκοτεινή μεριά του εαυτού του και δεν ένιωθε τύψεις, παρά μόνο ικανοποίηση.
Ο Δρ. Άνταμς ήταν νεκρός και ο Άλεξ ικανοποιημένος. Σηκώθηκε, κοίταξε γύρω του και αντίκρισε κάτι που τον έκανε να νιώθει παντοδύναμος, αλλά ταυτόχρονα έκανε την καρδιά του να πονέσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή του. Μαζί με τον Άνταμς είχε σκοτώσει και όλους τους πρόσφυγες και όλους τους μπράβους που βρίσκονταν στο χώρο. Αίμα έτρεχε από τις μύτες και τα στόματα τους και ο νεαρός ένιωσε αηδία και χαρά. Αυτό ήταν και δεν μπορούσε να αλλάξει. Φίλησε τη Μαρί- Ανν στο μέτωπο και χάθηκε στα γειτονικά σοκάκια. Ήταν το τέρας.
***
Η Μαρί- Ανν ήταν η μόνη επιζών του μακελειού του Οικισμού Προσφύγων Νούμερο 14. Η αστυνομία ανακοίνωσε πως ο σκοτωμός προήλθε από διενέξεις των προσφύγων μεταξύ τους, ενώ τη Μαρί- Ανν την έκλεισαν σε ένα νοσοκομείο «υψίστης ασφαλείας». Από εκεί την έσωσε ένας άνδρας ονόματι Ρομπ και την οδήγησε σε μία υπόγεια κοινωνία διαφορετικών ανθρώπων, σαν την ίδια. Εκεί η κοπέλα βρήκε επιτέλους ένα μέρος στο οποίο ανήκει.
Για έξι ολόκληρους μήνες έψαχνε τον Άλεξ σε όλο το Λονδίνο, μέχρι που τον εντόπισε σε μία απαίσια γειτονιά πνιγμένη στους οίκους ανοχής και στα ναρκωτικά. Εκεί διεύθυνε μία συμμορία, ελέγχοντας όλα τα μέλη της με την σκέψη του. Μόλις είδε τη Μαρί-Ανν δεν αντέδρασε. Ήταν πασιφανές πως δεν την αναγνώριζε. Μετά από πολλές προσπάθειες η Αδελφότητα συνέλαβε τον Άλεξ και τον οδήγησαν στο κέντρο επιχειρήσεών τους. Εκεί, η Μαρί- Ανν θα προσπαθούσε να τον επαναφέρει. Εκεί θα προσπαθούσε να τον σώσει, να τον κάνει να θυμηθεί την καλοσύνη που κάποτε έκρυβε μέσα στην καρδιά του. Εκεί θα έδινε τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής της. Να δαμάσει το τέρας.
Τέλος