Τα μπουντρούμια, στα οποία τον οδηγούσαν τυλιγμένο με κουκούλα, έμοιαζαν κάθε φορά πιο απόμακρα. Καταλάβαινε, παρότι ήταν παροδικά τυφλός, ότι ακολουθούσαν πολλές στοές και σήραγγες για να φτάσουν στο σκοτεινό και κρύο κελί του. Όμως, σήμερα κάτι είχε αλλάξει. Όλα έγιναν γρηγορότερα και σχεδόν αστραπιαία ένιωσε το κεφάλι του ελεύθερο και τα χέρια του δεμένα για μια ακόμη φορά.
Δεν ήταν στο κελί του. Έβλεπε μπροστά του έναν μεγαλύτερο και πιο φωτεινό χώρο, που είχε όμως μια μυστήρια και θανατηφόρα αύρα. Αλυσίδες και μαστίγια, πυρσοί και όργανα βασανισμού, όλα τοποθετημένα σε μια ανατριχιαστικά απόλυτη τάξη. Ήταν άξιο αναφοράς το πόσο αρρωστημένα μυαλά απάρτιζαν αυτή την αίρεση, αλλά ακόμα πιο εκπληκτικό το πώς κατάφεραν να περάσουν όλα αυτά κάτω από τη μύτη του απλού κόσμου, στον πιο πολυσύχναστο ναό της πόλης. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν λίγο από το φως των κεριών και των πυρσών, καθώς ανίχνευε το χώρο.
Και τότε η καρδιά του Ενρίκου πόνεσε, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Απέναντί του, γονατιστή και αλυσοδεμένη επίσης, βρισκόταν η γυναίκα του, η Άλισον. Φιμωμένη και χτυπημένη χωρίς να ξέρει που βρίσκεται και για ποιο λόγο.
Εκείνη τη στιγμή μετάνιωσε τα πάντα. Την ιδέα του να περάσουν τις διακοπές τους στην Ισπανία, το καταραμένο το διαδίκτυο που τους πέταξε εμπρός τους την επιλογή του Προσκυνήματος του Αγίου Ιακώβου και αυτό το βιβλίο του Πάουλο Κοέλο που είχε διαβάσει κάποτε, στο οποίο ο συγγραφέας έκανε την ίδια διαδρομή. Αλλά περισσότερο, μετάνιωσε το πόσο ανοιχτός και χαρωπός ήταν στο δρόμο με αγνώστους, αφού τελικά αυτοί τους έμπλεξαν σε όλο αυτό.
Ο αρχηγός της αίρεσης, που είχε ακούσει να τον αποκαλούν Μάγιστρο, έφθασε στην αίθουσα. Χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα δυο φορές και δυο εύσωμοι άνδρες μετέφεραν το ζευγάρι τον έναν απέναντι στον άλλο. Τους έδεσαν τα στόματα και εναλλάξ έσκιζαν την πλάτη τους με κοφτερά μαστίγια.
«Το να ξεπερνάς τον φόβο, έχει τόση αξία όσο το να ξεπερνάς τον πόνο και όχι απαραίτητα μόνο το δικό σου. Πόνα νεαρέ, πόνα για σένα, πόνα για αυτή και αφέσου», ο Μάγιστρος φαινόταν να απολαμβάνει ιδιαίτερα το θέαμα. Ήθελε να σηκωθεί και να τον σφάξει και αυτόν και όλους εκεί μέσα. Αλλά δεν μπορούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να υποφέρει τον πόνο, το δικό του και το δικό της. Κοιτιόνταν στα μάτια σε όλη τη διάρκεια του βασανιστηρίου, μέχρι που έχασαν τις αισθήσεις τους, σχεδόν ταυτόχρονα. Λίγο πριν πέσει στο πάτωμα, ο Ενρίκος, άκουσε το Μάγιστρο να γελάει με όλη του την ψυχή.
Και εκεί υποσχέθηκε πως θα τον έκανε να πληρώσει, όποιο και να ήταν το τίμημα.