Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Αντίσταση (Τα Χρονικά του Βάρδου #1)

Bόργκαστ, έτος 2000 μ.Σ(μετά Συμμαχίας)

                Ο ιδρώτας του άνδρα κυλούσε σαν ποτάμι. Το βήμα του ήταν βαρύ αλλά σταθερό και τα μάτια του κοιτούσαν τον ορίζοντα πάνω από τα τείχη. Οι δύο φρουροί που τον οδηγούσαν στην κρεμάλα έκαναν στην άκρη το εξαγριωμένο πλήθος. Κανείς δεν ήθελε το θάνατο του Θoν. Ο νέος Βάρδος του παλατιού, μετά από εμένα τον γεροξεκούτη πατέρα του, ήταν αγαπητός όσο λίγοι στο Βόργκαστ. Καθημερινά, με τις ιστορίες και τα τραγούδια μας, προσπαθούσαμε να ταξιδέψουμε τους μικρούς σε εποχές ξεχασμένες, σε εποχές ειρήνης. Σε εποχές που οι μάγοι σπούδαζαν σε ακαδημίες, τα ξωτικά περπατούσαν ακόμα στον κόσμο και ο Βασιλιάς Ρόμπερτ ο Πρώτος είχε ενώσει όλη τη Νενάτ. Όμως, ο κόσμος αυτός δεν είχε καμία σχέση με το σκοτάδι του σήμερα, που οι άρχοντες σε κρεμάνε γιατί παλεύεις για το δίκιο, γιατί δε θέλεις το θάνατο ενός νεογνού σύμφωνα με μία ηλίθια προφητεία ενός ψευτομάντη. Αυτή ήταν η εποχή των δούλων, η εποχή που ζούσες  για να περνάει καλά ο άρχοντας σου.
                Ο Θον είχε ανέβει τη σκάλα της μεγάλης κεντρικής κρεμάλας που δέσποζε δίπλα στις δύο μικρότερες αδερφές της. Μόνο από εκεί ψηλά φάνηκε καθαρά το πρόσωπό του. Αίμα κυλούσε απ’ όλες τις μεριές του και ο ιδρώτας είχε κάνει τα μακριά μαύρα μαλλιά να κολλήσουν δίπλα από τα γαλαζoπράσινα μάτια του. Τον είχαν μαστιγώσει, τον είχα αφήσει νηστικό και τον ξυλοκοπούσαν για τρεις συνεχόμενες ημέρες, επειδή προστάτεψε ένα μωρό που όλοι θεωρούσαν δαιμονισμένο. Όμως, ο Θον δεν ήταν σαν όλους τους άλλους. Θεωρούσε πως ο καθένας έχει δικαίωμα στη ζωή και πίστευε – με τέτοιο πάθος που νόμιζες πως κάποιος θεός του το είχε βάλει στο μυαλό του από τη μέρα που γεννήθηκε- πως ο ανώτερος σκοπός του σε αυτόν τον κόσμο ήταν να βοηθάει του αδύναμους και τους κατατρεγμένους. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της ζωής του και θα την τηρούσε, ακόμα κι αν έχανε τη δική του για αυτό.
                Το παράξενο με το Θόν ήταν ένα. Ενώ είχε περάσει τα χειρότερα τις τελευταίες ημέρες και ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά της ζωής του, τα μάτια του δεν έδειχναν ίχνος φόβου. Παρόλο το αίμα που έσταζε μέσα σε αυτά, μπερδεύοντας το κόκκινο με το γαλάζιο, οι οφθαλμοί του παρέμεναν ανοιχτοί και προσηλωμένοι στον στόχο τους. Απέναντί του βρισκόταν ο λόρδος του Βόργκαστ, ο άνθρωπος που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Ο Θον τον κοιτούσε δίχως δισταγμό, λες και ήταν ίσοι, πριν ο λόρδος του απευθύνει το λόγο.
                «Έχεις να πεις κάτι πριν πεθάνεις προδότη;»
                «Προδότης; Προδότης είναι κάποιος που προστατεύει τους αδύναμους; Κάποιος που μάχεται για το καλό των ανθρώπων και όχι για τον εαυτό του; Αν είναι έτσι μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός. Όπως και σε πολλούς άλλους» δήλωσε με απύθμενη σιγουριά, πριν ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα προς τα τείχη του Βόργκαστ.
                Κραυγές μάχης και μια ιαχή πολέμου από τη σάλπιγγα του παλατιού τάραξαν τον κόσμο. Λίγες στιγμές μετά τον Θον, οι περισσότεροι χωρικοί και στρατιώτες είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους στον ουρανό, λες και είδαν κάποιον θεό να έρχεται στο σπίτι τους… Όμως δεν ήταν θεϊκό σημάδι αυτό που τους περίμενε, αλλά η οργή του ανθρώπου. Οι μαύρες κουκούλες γέμισαν τις στέγες και τα κεραμίδια. Τα τείχη είχαν αρπάξει φωτιά και ο στρατώνας κατέρρεε.
                Πενήντα τουλάχιστον τοξότες σημάδευαν όλη την πλατεία.
                «Τελευταία ευχή;» ρώτησε ειρωνικά τον λόρδο ο Θον, καθώς δύο βέλη τινάχτηκαν πάνω στα σώματα των φρουρών του. Ταυτόχρονα νεκροί κείτονταν και οι προσωπικοί φρουροί των υπόλοιπων μελών της αρχοντικής οικογένειας. Χάος επικράτησε στο κάστρο καθώς πολίτες και μαυροφορεμένοι μάχονταν εναντίων των δυναστών. Ο Θον άρπαξε το σκοινί της κρεμάλας και με ένα σάλτο βρέθηκε στην βασιλική εξέδρα. Τράβηξε το σπαθί ενός νεκρού φρουρού και το κάρφωσε στο στήθος του λόρδου. Έτσι, χωρίς καμία κουβέντα, χωρίς να του πει τίποτα, κοιτώντας τον κατάματα με απέχθεια. Στο νεκρό του κουφάρι ψιθύρισε κάτι που κανείς δεν έμαθε ποτέ και άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά του να φύγουν ελεύθεροι. Έπειτα φώναξε με ακλόνητη φωνή:
                «Όσοι θέλουν την ελευθερία τους δεν έχουν παρά να μας ακολουθήσουν. Είμαστε η Μαύρη Αντίσταση, και θέλουμε έναν ελεύθερο κόσμο. Γνωρίζω τους περισσότερους από εσάς, όπως και εσείς εμένα, και ξέρω επίσης πως δεν το περιμένατε αυτό. Ότι έγινε εδώ ήταν ένα αναγκαίο κακό. Τώρα είστε ελεύθεροι να αποφασίσετε. Θα μας ακολουθήσετε ή θα μείνετε εδώ;»
                «Και που να σε ακολουθήσουμε;» αναφώνησε μία έντρομη γυναίκα.
                «Η λίμνη Τινέθιελ είναι ο προορισμός μας. Η γη των θρύλων. Από εκεί θα ξεκινήσουν όλα. Εκεί θα έρθει το Τέλος» απάντησε ο Θον κερδίζοντας τόσο την προσοχή όσο και την απορία των συγχωριανών του.
                «Το Τέλος;» ρώτησε ένας κουτσός γέρος.
                «Το Τέλος αυτού και η Αυγή ενός νέου κόσμου γέροντα!»

Ακολουθούσε ένα όραμα όπως μου εκμυστηρεύτηκε. Αρκετοί πήγαμε με το μέρος του, οι περισσότεροι γιατί δεν άντεχαν πλέον τη σκλαβιά. Καθώς φτάναμε στην Τινέθιελ το μισοκαμμένο, στη δυτική του πλευρά, δάσος του Μπίβερεν είχε καρφωμένο το βλέμμα του πάνω μας και ιδίως, στον Θον. Ακολούθησα το γιο μου για να αντικρύσω μαζί του το πεπρωμένο του. Αυτή είναι η ιστορία του Θον του Βάρδου, ή καλύτερα του Θον του  Απελευθερωτή.

Τα Χρονικά του Βάρδου #1

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.