Ο Ρεμύ στεκόταν αντιμέτωπός τους. Ο φίλος τους, ο άνθρωπος που έσωσαν, δέχτηκαν στη συντροφιά τους και κυρίως, ταξίδεψαν μέχρι εκεί που δεν είχε πάει κανείς άνθρωπος ποτέ. Όμως, δεν ήταν ο εαυτός του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και δακρυσμένα, τα χέρια του μελανιασμένα και η πλάτη σχισμένη, πολλές φορές, από μαστίγιο. Απέναντί τους έστεκε πλέον ένα απομεινάρι αυτού του άνδρα που, αν και ήταν αδύναμος πολεμιστής, κατείχε το εξυπνότερο μυαλό και τη μεγαλύτερη καρδιά από οποιονδήποτε γνώρισε ο Θον μετά τη φύγη από το Βάμπουργκ.
«Τι του έκανες;» ρώτησε τη γυναίκα που γελούσε χαιρέκακα πίσω από την πλάτη του Ρεμύ.
«Ω, Θον! Πόσα έχω ακούσει για σένα! Αυτός ο ανθρωπάκος σε θαύμαζε περισσότερο απ’ ότι νόμιζες. Αν και γνώρισε από κοντά τη μαγεία, είχε μία αδυναμία. Πίστευε στους ανθρώπους και στην καλοσύνη τους. Πίστευε στα λόγια, στα μεγάλα λόγια, σε αυτά που του έδωσα. Πίστευε, πως θα σε βοηθούσε δίνοντας την ψυχή του σε εμένα».
«Σκύλα! Ποια είσαι και τι θέλεις από μένα;» ρώτησε ο Θον βγάζοντας τον Ελευθερωτή από το θηκάρι του. «Μίλα!»
«Θα μάθεις μικρέ μου. Θα μάθεις. Αλλά πρώτα, νομίζω πως έχετε να πείτε δυο κουβεντούλες με το φίλο σου. Θα σε περιμένω Θον, στην άλλη άκρη της λίμνης. Μη με κάνεις να περιμένω».
Η γυναίκα έφυγε μαζί με τον Αυτοκράτορα, που τόση ώρα παρέμενε αμίλητος. Είχε και αυτός ένα χαμένο και απλανές βλέμμα, όπως ακριβώς ο Ρεμύ. Ο Νέντος σήκωσε το τόξο τους, έτοιμος να τους ρίξει, αλλά ο Ρεμύ εμπόδισε τη βολή του με το σώμα του.
«ΠΟΛΕΜΑ! ΠΟΛΕΜΑ!» η φωνή του δεν ήταν η γνωστή γλυκιά και φιλική φωνή του ιερέα που γνώριζαν. Γρύλιζε σαν σκυλί με κομμένα πόδια, ενώ σάλια έτρεχαν από το στόμα του. Τα κόκκινα μάτια του από κοντά έμοιαζαν ματωμένα και η κόρες τους ίσα που μπορούσαν να φανούν. Σήκωσε το σπαθί του και με άτσαλες κινήσεις άρχισε να τους επιτίθεται ανεξέλεγκτα.
«Μείνε πίσω Νέντος. Αυτή είναι δική μου μάχη» δήλωσε με πόνο στη φωνή ο Θον.
Ο Ελευθερωτής συγκρούστηκε με το μακρύ και βαρύ σπαθί του Ρεμύ. Δεν περίμενε τόση δύναμη. Ο Ρεμύ ήταν ένας άνδρας αρκετά πιο κοντός και υπερβολικά πιο αδύναμος από το Θον, όμως εκείνη τη στιγμή είχε ξεκάθαρα το πάνω χέρι. Άρχισε να πλακώνει με απανωτά χτυπήματα τον Ελευθερωτή, σα ζαλισμένος, σα δαιμονισμένος, μέχρι που το αριστερό πόδι του Θον λύγισε. Τον κλότσησε στο πρόσωπο και έχασε εντελώς την ισορροπία του. Πλέον βρισκόταν στη χλόη που έντυνε τις όχθες της Τινέθιελ, ενώ ο Ρεμύ από πάνω του προσπαθούσε να βρει ένα άνοιγμα για να τον ξεκοιλιάσει. Αν και πιο δυνατός και λυσσασμένος, ήταν άτεχνος. Με μια αστραπιαία κίνηση ο Θον τον απομάκρυνε και με το σπαθί του έκοψε το νεύρο το δεξιού του ποδιού. Ο Ρεμύ έπεσε και μια γροθιά στον πρόσωπο τον γείωσε.
«Ξύπνα! Ρεμύ! Δεν είσαι εσύ αυτός! Ότι και να σου έκαναν, πρέπει να θυμηθείς!» του φώναζε και τον χτυπούσε και ξανά το ίδιο. Το ήρεμο και γεμάτο αυτοπεποίθηση πρόσωπο του Θον είχε δώσει θέση σε ένα απεγνωσμένο βλέμμα, που πρώτη φορά αντίκριζε ο Νέντος. Σε όλο αυτό το ταξίδι, σε όλη αυτή την περιπέτεια και τους αγώνες που πέρασαν, ο Θον δεν είχε δείξει αδυναμία. Ωστόσο, ακόμα και οι πιο σκληροί και γενναίοι άνδρες λυγίζουν όταν μάχονται με ένα δικό τους άνθρωπο.
Δεν υπάρχει σπαθί που να μπορεί να κόψει αυτό που αγαπά. Και όταν το κάνει, πονάει περισσότερο κι απ’ τον θάνατο τον ίδιο.
Ξαφνικά τα μάτια του Ρεμύ άλλαξαν. Ανέπνευσε απότομα δάκρυσε και για δευτερόλεπτα σταμάτησε να σπαρταρά.
«Σκότωσέ με» ψιθύρισε στο αυτί του φίλου πριν χάσει πάλι τον έλεγχο και αρχίζει να δαγκώνει το λαιμό και την καρωτίδα του. Δεν το ήθελε. Ακόμα κι αν δεν είχε άλλη επιλογή, δε θα το έκανε. Όμως, στην απότομη κίνηση των δύο ανδρών ο Ελευθερωτής διαπέρασε τη καρδιά του Ρεμύ, που πλέον ξεκίνησε να γαληνεύει.
«Όχι! Όχι! Ρεμύ! Όχι! Που να πάρει η ευχή! Μείνε μαζί μου!»
«Σε ευχαριστώ Θον. Τελικά το σπαθί σου τίμησε τον τίτλο του και με ελευθέρωσε από αυτό το μαρτύριο. Τώρα πήγαινε, πέτα! Σώσε τον κόσμο! Μόνο εσύ μπορείς» τα τελευταία λόγια του έσβησαν στην απότομη ηρεμία της στιγμής και επικείμενους λυγμούς του Θον.
Έτσι χάθηκε ο Ρεμύ, ένας άγιος άνθρωπος που είδε στη ζωή του περισσότερα απ΄ όσα θα περίμενε, δίνοντας στο Θον το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που έλαβε ποτέ του. Πως η δύναμη που έχουμε μέσα μας είναι απείρως μεγαλύτερη από τη σωματική και την εξωτερική μας δύναμη και το κυριότερο, πως μια μεγάλη καρδιά και μια δυνατή ψυχή είναι τα μόνα που χρειάζεται κανείς για να αλλάξει τον κόσμο.