Ο Θον ήταν νεκρός. Ο στρατός της Νενάτ αποδεκατισμένος και η Αυτοκρατορία ήταν πλέον ακέφαλη. Η πιο καταστροφική μάχη που είδε ο κόσμος εδώ και αιώνες πλησίαζε στο τέλος της. Η Λίλιθ δεν υπήρχε πια και μαζί της το σκοτάδι αφέθηκε ελεύθερο, αλλά αδύναμο, ενώ τα πνεύματα των ξωτικών εξαφανίστηκαν στο μισοκαμμένο δάσος. Πόνος, δυστυχία και καημός επικρατούσε γύρω από τον κέντρο του κόσμου, αλλά τα χειρότερα είχαν αποφευχθεί. Το επόμενο πρωί θα ξημέρωνε, και ο ήλιος θα ήταν πάλι στον ουρανό. Η μαγεία απελευθερώθηκε στην Ιόλια και πλέον ήταν στο χέρι του ανθρώπου να τη δαμάσει, να την ελέγξει ή επιτέλους να την κατανοήσει.
Ο Κόμης Βοργκ δεν έχασε ευκαιρία και ανέλαβε την εξουσία της Αυτοκρατορίας, ως ο φονιάς της προηγούμενης κεφαλής της. Οι εναπομείναντες μαχητές της Ιόλια, μαζί με τους Ίβριλ πολεμιστές, πάλεψαν για το αποκρυσταλλωμένο σώμα του Θον, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πολλοί σκοτώθηκαν, ακόμα περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και ελάχιστοι επέστρεψαν στην Ιλούμιναρ. Ανάμεσα τους και ο Νέντος με το Σαράχι, οι οποίοι μας μίλησαν για την τραγική κατάληξη του γιου μου, για όλα αυτά που τους έδειξε και την αυτοθυσία του για τη σωτηρία του κόσμου. Έκλαψα και πόνεσα, θύμωσα, αλλά στο τέλος κατάλαβα πως πάντα αυτός ήταν ο σκοπός του. Ο γιος μου, στο τέλος, έγινε μεγαλύτερος ήρωας απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς όταν ξεκινήσαμε από το Βόργκαστ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη από ένα γονιό που χάνει το παιδί του, αλλά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Με όσες δυνάμεις είχα, έπρεπε να προστατέψω τη Νόρμα και τον μικρό Έρεν. Αυτοί ήταν η οικογένεια μου πλέον. Η Νόρμα, στο άκουσμα του θανάτου του άνδρα της, κατέρρευσε, αλλά ήταν σκληρή και δυνατή και γυναίκα και γρήγορα επανήλθε. Το παιδί της είχε μεγαλύτερη σημασία από το δικό της θρήνο. Ο Έρεν ήταν τα πάντα για αυτή.
Μετά από λίγες μέρες η Αυτοκρατορία εξαπέλυσε την τελευταία επίθεσή της έναντι στην Ιλούμιναρ. Ο Βασιλιάς Ζέμεκυς διέταξε την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων και μας έστειλαν στη νησιωτική χώρα, Σεράνια. Ο Αν Ταμπά έμεινε πίσω, καθώς ήταν άρρωστος και ήθελε να πεθάνει στην Ιόλια. Το ίδιο έκαναν και ο Νέντος, ο Σαράχι, ο Μπάρακ και η Ίριεν και πολέμησαν στην πολιορκία της Ιλούμιναρ. Η πόλη του φωτός έπεσε. Όλη η Ιόλια πλέον βρισκόταν υπό το ζυγό της Αυτοκρατορίας. Και οι τέσσερις επέζησαν από την καταστροφή και μας έστειλαν ένα περιστέρι εξηγώντας πως έπρεπε να παραμείνουν κι άλλο στην Ιόλια. Σποραδικά είχαμε νέα τους, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο ποτέ δεν αποφάσιζαν να έρθουν στο νησί.
Με τη Νόρμα και τον μικρό Έρεν, φτιάξαμε μια νέα οικογένεια στη Σεράνια. Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω ως τροβαδούρος σε πλούσια αρχοντικά, συνεχίζοντας τη δουλειά που έμαθα στον Θον όταν ήταν μικρός, ενώ η Νόρμα έπιασε δουλειά σε μια γειτονική ταβέρνα. Δε ζούσαμε πλουσιοπάροχα, αλλά τα καταφέρναμε. Όταν ο μικρός Έρεν έγινε πέντε χρονών, άρχισε να ρωτάει για τον πατέρα του. Μου είπε πως τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται, κοιτάει προς τη δύση και βλέπει στα αστέρια ένα μακρυμάλλη άνδρα, με μια άρπα στο ένα χέρι και έναν κρύσταλλο να τραγουδάει και να απαγγέλει ιστορίες.
Για αυτό αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο. Όταν μεγαλώσεις Έρεν θα σου δώσω «Τα Χρονικά του Βάρδου» για να γνωρίσεις τον πατέρα σου, όπως τον έζησα εγώ και όλοι αυτοί που τον αγάπησαν. Εύχομαι να ζω μέχρι τότε και να μιλήσουμε, να κλάψουμε και να πιούμε μαζί, για τον Θον της Τινέθιελ και την ιστορία του Κρυστάλλου. Και πάντα να θυμάσαι πάντα, Έρεν, πως η ελπίδα κρύβεται ακόμα και στα πιο σκοτεινά σημεία. Ακόμα κι αν όλα μοιάζουν αδύνατα, ένα μόνο έχεις να κάνεις. Να κινείσαι πάντα προς το φως και να γίνεις εσύ η ελπίδα που χρειάζεσαι. Σαν τον πατέρα σου.