Διηγήματα, Το Τέρας

Μαρί-Ανν (Το Τέρας #3)

Το Άνταμς Χάουζ ήταν ένα ιδιαίτερο μέρος. Νέοι, ηλικίας πέντε έως δεκαοκτώ ετών, ήταν εγκλωβισμένοι μέσα στους γκρίζους τοίχους του, αλλά περισσότερο ήταν πνιγμένοι στη δίνη του μυαλού τους. Εκτός από κλινική, δρούσε και ως σχολείο για τα παιδιά, τα οποία χωρίζονταν σε ειδικά τμήματα, ανάλογα με το «πρόβλημα» τους. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε εύκολα να αντέξει το χώρο και τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν. Όσο μεγάλωνε, σιχαινόταν ακόμα περισσότερο το Άνταμς Χάουζ  και ειδικότερα το υπόγειο των εγκεφαλομετρήσεων. Κάθε Παρασκευή τον πήγαιναν εκεί, μετρώντας την ικανότητα του μυαλού του, για την οποία ο Δρ. Άνταμς μιλούσε με τα καλύτερα λόγια. Μία κρύα, Λονδρέζικη νύχτα του Οκτώβρη, άκουσε να τον αποκαλούν Μοναδικότητα Επιπέδου 1. Την ίδια νύχτα  που γνώρισε εκείνη. Την ίδια νύχτα που γνώρισε την ελπίδα.

Η Κλαρκ, η ψηλή και πανέμορφη ξανθιά νοσηλεύτρια, τοποθέτησε τα ηλεκτρόδια στο κεφάλι του, για άλλη μια φορά. Ήξερε πως αυτή ήταν η στιγμή του πόνου, όμως είχε μάθει να τον υπομένει.
«Έτοιμος;» ρώτησε η κοπέλα με ένα πλατύ και ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο.

«Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Ξεκίνα». Συμπαθούσε πολύ την Κλαρκ. Δεν ήθελε να τον πονάει και εκτελούσε εντολές διστακτικά. Φαινόταν κλεισμένη στον εαυτό της και το χαμόγελο που είχε συνεχώς έμοιαζε περισσότερο με εργαλείο επιβίωσης, παρά με αυθεντικό συναίσθημα. Το ρεύμα διαπέρασε το κεφάλι και έκαψε τη σάρκα του με αποτέλεσμα να τρανταχτεί έντονα. Τώρα ήταν συνδεδεμένος και το βαρετό κομμάτι ξεκινούσε. Μία ώρα θα τον είχαν εκεί, συλλέγοντας στοιχεία και μιλώντας ακαταλαβίστικα. Όλοι ήθελαν να κατανοήσουν τι συμβαίνει στο μυαλό του, αλλά αυτός ήθελε μόνο την ησυχία του.

«Καλησπέρα Άλεξ» ο Δρ. Άνταμς εισήλθε στο υπόγειο. «Σήμερα θέλω τη συνεργασία σου. Θα δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό, κάτι εντονότερο. Περίμενα μέχρι να φθάσεις κοντά στην ενηλικίωση για να το προσπαθήσουμε, έτσι ώστε ο εγκέφαλος σου να μπορεί να το διαχειριστεί. Θέλω να κάνεις κάτι για μένα».

«Τι εννοείτε;»

«Θέλω να σκεφθείς τη μέρα του φόνου της οικογένειας σου. Ξέρω πως είναι δύσκολο, αλλά πολλές φορές πρέπει να φτάνουμε στα άκρα για να έχουμε αποτέλεσμα. Αν πετύχει θα τελειώσουμε γρηγορότερα από εδώ. Τι λες;» ο Δρ. ήταν ευγενικός και ευπρεπής. Μπορούσε να ζητήσει τα πάντα, ακόμα και τις πιο ακραίες σκέψεις, και το έκανε να φαίνεται φυσιολογικό.

«Ας το κάνουμε, αφού θα τελειώσει πιο γρήγορα όλο αυτό».

Ο Άλεξ συγκεντρώθηκε έντονα στο σπίτι του στην Αθήνα. Θυμήθηκε τον καναπέ τον οποίο αγαπούσε όσο τίποτε άλλο, τη φιγούρα Spiderman που του είχε κάνει δώρο η αδερφή του και τη μυρωδιά του κοτόπουλου στο φούρνο που έφτιαχνε η μητέρα του. Έπειτα, είδε τον πατέρα του, αλλά η σκηνή άλλαξε απότομα και τώρα ο φονιάς ήταν μπροστά του. Το σώμα του άρχισε να τρέμει. Ο φονιάς έβγαλε το πιστόλι του και στη συνέχεια ξεκούμπωσε το παντελόνι του ορμώντας προς την αδερφή του. Όλα ήταν μπροστά του ξανά. Ήθελε να του κάνει κακό, και το έκανε. Ιδρώτας, φωνές και πανικός.

Ξαφνικά, επανήλθε στην πραγματικότητα για να δει το υπόγειο διαλυμένο. Η Κλαρκ είχε υποκύψει στο βάρος της ντουλάπας με τα εργαλεία, ενώ ο Δρ. Άνταμς δεν ήταν κοντά. Τα διπλανά κρεβάτια είχαν αναποδογυριστεί και οι οροί είχαν χυθεί στη κόκκινη μοκέτα. Με λίγη συγκέντρωση μπορούσε να ελέγξει τα πάντα, αλλά ο πανικός του άρεσε. Σηκώθηκε, μετακίνησε κι άλλα αντικείμενα γύρω του και με ένα άγγιγμα έσπασε τη σιδερένια πόρτα που οδηγούσε στο σχολείο. Η Κλαρκ προσπάθησε να τον πλησιάσει. Λες και είχε αόρατα χέρια, την έσπρωξε μακριά του.

Τώρα βρισκόταν σε έναν κεντρικό διάδρομο του Άνταμς Χάουζ. Απέναντί του ήταν τέσσερα κορίτσια, περίπου στην ηλικία του. Πήγε να τους μιλήσει. Το είχε ανάγκη, εκείνη τη στιγμή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν κατάλαβε όμως πως γύρω κουβαλούσε ακόμα θραύσματα από το υπόγειο. Τα κορίτσια πανικοβλήθηκαν και ούρλιαξαν και το ουρλιαχτό τρύπωσε στο κεφάλι του. Της πλήγωσε. Δεν το ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα οι κοπέλες ήταν αναίσθητες, εκτός από μία.

Ήταν η Μαρί-Ανν. Το βλέμμα της ήταν μυστήριο, αλλά σταθερό και μπορούσε να δει βαθιά μέσα του, εκεί που δεν είχε κοιτάξει ποτέ κανείς. Για πρώτη φορά ένιωσε παντελώς αδύναμος. Για πρώτη φορά ένιωσε πως ανήκει κάπου. Λιποθύμησε.

Το Τέρας #3

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.