Είναι στιγμές στη ζωή που, ενώ αποζητάς διακαώς κάτι, όταν το κατακτάς νιώθεις πιο κενός από ποτέ. Αυτή ήταν η πραγματικότητα για τον Άλεξ και τη Μαρί- Ανν, καθώς διένυαν τη δέκατη πέμπτη ημέρα πείνας και εξαθλίωσης.
Όλα άλλαξαν καθώς έπεφτε η νύχτα. Το πρωί και το μεσημέρι έψαχναν στους δρόμους για φαγητό, ζητιανεύοντας και προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη ελεημοσύνη, κάποτε μαζί, κάποτε χώρια. Η Μαρί- Ανν ήταν σαφώς καλύτερη σε αυτό. Είχε μία έμφυτη θεατρικότητα, την οποία ο Άλεξ ζήλεψε από την πρώτη στιγμή, και το γεγονός πως ήταν και αρκετά εμφανίσιμη, προσέλκυε πολλούς άνδρες, οι οποίοι ήθελαν να τη βοηθήσουν με αντάλλαγμα. Φυσικά, και γυρνούσαν σπίτι άπραγοι και ταπεινωμένοι. Μόλις νύχτωσε συναντήθηκαν ξανά στη στάση του Μετρό, που τις τελευταίες μέρες αποτελούσε σπίτι τους. Μάζεψαν τις προμήθειες της ημέρας, ένα κρουασάν, δύο μπουκάλια γάλα και κάποιες επιπλέον κουβέρτες και ξάπλωσαν στο γνωστό σημείο κάτω από τη διαδρομή τρία. Όλα έμοιαζαν ίδια, όμως, λίγο πριν κοιμηθούν, είδαν το μαυριδερό παιδί με τα μεγάλα γαλάζια μάτια.
Τους κοιτούσε έντονα λες και είχε κάτι σημαντικό να τους πει, μα δε μιλούσε. Στάθηκε απέναντι από το αυτοσχέδιο κρεβάτι τους, που αποτελούνταν από χαρτόκουτα και κουβέρτες, και απλά παρατηρούσε.
«Είσαι καλά μικρέ;» ρώτησε η κοπέλα. «Θέλεις κάτι να φας. Δεν έχουμε και πολλά, αλλά κάπως θα τα μοιραστούμε» είπε και έτεινε προς το μέρος του ένα κομμάτι από τα νέα κρουασάν που κέρδισε, όμως το παιδί παρέμενε ανέκφραστο. Έπειτα, σηκώθηκε και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.
«Ας τον ακολουθήσουμε» αποκρίθηκε ο Αλέξ καθώς πέταγε από επάνω του τη σάπια κουβέρτα που τον σκέπαζε τα βράδια. «Απ’ ότι φαίνεται δεν μπορεί να μιλήσει και ίσως να ψάχνει κάποιο δικό του. Αν τον σώσουμε μπορεί να μας βοηθήσουν και εμάς».
«Σκέφτεσαι πιο πονηρά απ’ όσο φαίνεται» απάντησε η Μαρί- Ανν. «Αν προσπαθούσαμε να διαβάσουμε τις σκέψεις του;»
«Ξέρεις και ξέρω πως δε λειτουργεί έτσι το πράγμα».
«Δυστυχώς. Πάμε. Ίσως αυτή να είναι η ευκαιρία μας!» δήλωσε και σηκώθηκε και αυτή.
Ο μικρός τους οδήγησε έξω από τη στάση του Μετρό και έπειτα στους παράπλευρους δρόμους, οι οποία διακλαδώνονταν σε ακόμα περισσότερα μικρά στενά. Αν και περνούσαν σχεδόν καθημερινά από εκεί τις τελευταίες μέρες, το βράδυ οι δρόμοι έμοιαζαν εξαιρετικά πιο επικίνδυνοι. Ενστικτωδώς η Μαρί- Ανν έπιασε το χέρι του Άλεξ κάτι που, αν έκρινε από την αντίδραση του, του άρεσε αρκετά. Η αλήθεια είναι πως είχαν έρθει αρκετά κοντά. Η δυστυχία, το άγχος και ο φόβος, έχουν την τάση να φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, αλλά υποπτευόταν εδώ και καιρό πως του άρεσε πολύ. Τις νύχτες έτρεμε από το κρύο και ερχόταν δίπλα της για να ζεσταθεί. Στην αρχή της φάνηκε αρκετά περίεργο, καθώς δεν είχε συνηθίσει τη σωματική επαφή, όμως με τις μέρες, άρχισε να το απολαμβάνει. Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο χάλια, ίσως και να είχαν πάει ένα βήμα παρακάτω.
Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα όταν το παιδί που τους οδηγούσε στο άγνωστο σταμάτησε εμπρός από ένα παλιό κτήριο σιδηροδρόμου. Ένα σάπιο τέρας, από το οποίο παλιότερα περνούσαν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά, υψωνόταν ανάμεσα σε σύγχρονες πολυκατοικίες και εξέπεμπε μία αύρα απελπισίας και εγκατάλειψης. Τους έγνεψε να περάσουν και το έκαναν σχετικά απρόθυμα. Άνοιξαν τη μεγάλη πόρτα της εισόδου και φως τους έλουσε καθώς το θέαμα που αντίκρισαν ήταν απρόσμενο. Το κτίριο, όχι μόνο δεν ήταν εγκαταλελειμμένο, αλλά έσφυζε από ζωή. Φτωχή ζωή, αλλά ζωή.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Άλεξ. Καθώς τελείωνε την ερώτησή του, τους πλησίασε ο κόσμος. Φτωχοί άνθρωποι, που δεν είχαν πολλά, αλλά κουβαλούσαν πάνω τους κάτι το οποίο δεν υπήρχε στους πλούσιους πολίτες του δρόμου. Ένα μεγάλο και λαμπερό χαμόγελο.
«Οικισμός προσφύγων» απάντησε άμεσα η Μαρί- Ανν, «και ίσως Άλεξ, αυτό να είναι το νέο μας σπίτι».