Μισή ώρα αργότερα ήρθαν να πάρουν και αυτόν. Ακολούθησε το φρουρό απρόθυμα σε μια σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, ο οποίος αποτελούσε το δεύτερο υπόγειο. Περίμενε στην αίθουσα αναμονής για ελάχιστο χρόνο και πέρασε στο δωμάτιο όπου ήταν ξαπλωμένη Μαρί- Ανν.
Αυτό που αντίκρισε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που βίωναν μέχρι τώρα. Η Μαρί- Ανν ήταν ξαπλωμένη στο ψηλό ιατρικό κρεβάτι, με ηλεκτρόδια συνδεδεμένα στο κεφάλι της και ορούς να τρυπάνε τα μακριά λεπτά της χέρια. Η κόρη απουσίαζε από τα μάτια της και η ασπρίλα αυτού του βλέμματος τον έκανε να αναγουλιάσει. Ήταν τόσο όμορφη, αλλά τώρα έμοιαζε ανήμπορη να αντιληφθεί το χώρο γύρω της. Μία νοσοκόμα της σκούπιζε τα σάλια που έτρεχαν στο λευκό ένδυμα με το οποίο τους έντυναν πριν μπουν στο εργαστήριο.
«Δείγμα ανεξέλεγκτο. Διακοπή σύνδεσης».
Η φωνή ακούστηκε δυνατά από τα μικρόφωνα και άμεσα νοσηλευτές, γιατροί και ερευνητές έτρεξαν και «αποσύνδεσαν» τη Μαρί- Ανν. Η κοπέλα τραντάχτηκε, έφτυσε και τελικά τα μάτια της απέκτησαν ξανά το όμορφο γαλανό τους χρώμα. Τον κοίταξε απηυδισμένη.
«Η σειρά σου μικρέ». Ο χοντρός γιατρός έστεκε πίσω του, κρατώντας μία σύριγγα στο χέρι. Ένας εμετικός, γλοιώδης τύπος που μόνος ένας Θεός ήξερε τι θα του έριχνε στο αίμα τρυπώντας τον.
«Όχι» απάντησε σταθερά και χωρίς φόβο.
«Τι εννοείς όχι; Δεν έχεις επιλογή φίλε μου. Άντε τελείωνε! Έχουμε να πάμε και στα σπίτια μας».
«Είπα όχι. Και το εννοώ». Ο τόνος της φωνής του ήταν άγριος και απειλητικός. Ένιωθε το κορμί να φλέγεται και τις φλέβες του να διογκώνονται, αλλά κυρίως ένιωθε το μυαλό του πιο ενεργό από ποτέ. Τόσα χρόνια τον εξέταζαν και τον εξέταζαν. Τον πονούσαν και τον αντιμετώπιζαν σαν πείραμα. Μέχρι εδώ, σκέφθηκε. Δικό του ήταν το μυαλό και είχε το δικαίωμα να το κάνει ότι ήθελε. Για πρώτη φορά είχε τον έλεγχο. Σήκωσε με τη σκέψη του το άνδρα από το λαιμό και αυτός υπάκουσε. Τον κρατούσε στον αέρα, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του κορμιού του. Ο Άλεξ αποφάσιζε πότε θα ανέπνεε, πότε θα σκεφτόταν και πότε θα πέθαινε. Όμως, δεν ήταν δολοφόνος. Τον άφησε να πέσει να στο πάτωμα και το χοντρό του σώμα έκανε ένα μεγάλο γδούπο όταν προσγειώθηκε. «Πάμε να φύγουμε από εδώ» είπε στη Μαρί- Ανν και η κοπέλα άλλο που δεν ήθελε.
Κανείς δεν προσπάθησε να τους σταματήσει, μέχρι την κεντρική πύλη. Μία ντουζίνα φρουρών τους περίμενε με αναισθητικά όπλα στα χέρια. Με μία κίνηση του χεριού του ο Άλεξ άνοιξε την πόρτα και τρεις από αυτούς τρέκλισαν. Άρχισαν να τρέχουν προς την ελευθερία και με κάθε βήμα ήταν πιο κοντά στο άγνωστο, πιο κοντά στη ζωή. Δύο φρουροί όρμησαν κατά πάνω τους και σε λιγοστά κιόλας δευτερόλεπτα θα τους πρόφταιναν.
«Καν’ το ξανά!» φώναξε η Μαρί- Ανν, όμως ο Άλεξ την κοιτούσε χαμένος. Ζαλίστηκε και τρέκλισε προτού η κοπέλα τον κρατήσει όρθιο με τα χέρια της. «Είσαι καλά;» Δεν ήταν, όμως έπρεπε να συνεχίσει, για λίγο ακόμα. «Τρέξε! Πιο γρήγορα! Τρέξε!».
Αυτό έπρεπε να κάνει. Να τρέξει.