Ο γέρος τον κοιτούσε με επιμονή, με ένα βλέμμα σκληρό και παγωμένο που συνάμα έκρυβε τη μεγαλύτερη δόση αγάπης που είχε γνωρίσει σε άνθρωπο. Κάθισε δίπλα του και του έδωσε το λόγο.
«Δάσκαλε, διάβασα αυτό το βιβλίο και ήθελα να το συζητήσουμε. Αναφέρει πως ο πολεμιστής πρέπει πάντα να αναγνωρίζει τρεις εκφάνσεις του φόβου. Το φόβο που προέρχεται από τους εχθρούς του, τους φίλους του και πάνω απ’ όλα από τον ίδιο του τον εαυτό. Τι σημαίνει αυτό; Πως μπορεί να προχωρήσει κανείς αν φοβάται την ίδια του την ύπαρξη;»
«Η απάντηση είναι εύκολη και βρίσκεται πάντα στις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής. Συγκεκριμένα έχει να κάνει με την ίδια τη φύση της ύπαρξης»
«Δεν καταλαβαίνω» απάντησε με απορία και σεβασμό ο νεαρός.
«Ο φόβος είναι κάτι θεμελιώδες στη ζωή μας. Όμως, όπως καθετί που υπάρχει, αλλάζει με τον τρόπο με τον οποίο τον δεχόμαστε. Φυσικά και κάποιος θα πρέπει να φοβάται τους εχθρούς του καθώς θα κάνουν τα πάντα να τον πληγώσουν, ενώ οι φιλονικίες μεταξύ φίλων είναι αυτές που πονάνε περισσότερο και αφήνουν αξεπέραστες πληγές. Σε έναν κόσμο πνιγμένο στο χάος, τη μισαλλοδοξία και τον τρόμο πως μπορεί κανείς να μείνει αδάμαστος; Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τα λάθη του παρελθόντος ή το αβέβαιο μέλλον. Αλλά βαθιά μέσα τους ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι οι προσωπικές τους αδυναμίες. Αν όμως αναγνωρίσει κανείς αυτό το πηγαίο αίσθημα, θα κάνει το φόβο του φίλο και όχι εμπόδιο. Έναν φίλο που θα έρχεται πάντα να του θυμίζει και να τον απομακρύνει από τις σκοτεινότερες πτυχές του εαυτού του».
Ο νέος στάθηκε απορημένος και μαγεμένος από τα λόγια του σοφού. Έκλεισε το βιβλίο και ακολούθησε το δρόμο για το σπίτι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Οι εφιάλτες θα ξαναγυρνούσαν όμως τώρα θα τους αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο. Τώρα ήταν έτοιμος.
Και τελικά ξύπνησε.