Έκανε δύο βήματα μπρος και ένα πίσω. Τα ζαρωμένα από το χρόνο δέντρα λίκνιζαν τα φυλλώματά τους με το αεράκι, λες και μετέφεραν μυστικά από κλαδί σε κλαδί. Όλη η φύση γύρω του ήταν σε μια αέναη κίνηση, αρχέγονη και μυστική. Όμως, όσο και να παρατηρούσε το μεγαλείο της πλάσης γύρω του, όλα έμοιαζαν ίδια. Πόσες φορές είχε περάσει από εκεί ξανά; Πόσες φορές οι ίδιες ακριβώς σκέψεις είχαν κυριέψει το μυαλό του; Πόσες φορές;
Όλα ήταν ίδια. Προσπαθούσε με όλο του το είναι να βρει κάτι το διαφορετικό. Μια ελπίδα, ένα φως στο σκοτάδι. Δεν τα κατάφερε ούτε σήμερα, ίσως να μην το έκανε και ποτέ. Αλλά θα το δοκίμαζε ξανά και ξανά, όπως ο μεταλλουργός χτυπά ατέλειωτες φορές το σφυρί πάνω στη λεπίδα που σφυρηλατεί μέχρι να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Γιατί η προσπάθεια δεν σταματά ποτέ, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν έρχεται γρήγορα. Γιατί αυτή η επαναλαμβανομένη εσωτερική μάχη έχει καρπούς, αφανείς στο γυμνό μάτι, στο μάτι που δε θέλει να δει.
Έκανε δύο βήματα μπρος και ένα πίσω. Αύριο πάλι.