Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Μονομαχία (Τα Χρονικά του Βάρδου #11)

Το κρύο οργίαζε δίπλα στο Θον, καθώς ο πονοκέφαλος του έσκιζε το μυαλό. Ξύπνησαν στο ίδιο σημείο που είχαν χάσει τις αισθήσεις τους, απέναντι από τη ζωγραφιά με το δέντρο. Σηκώθηκαν και έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, καθώς η παγωνιά δυσκόλευε την προσπάθεια τους. Ο Θον ήθελε να πει πολλά, να ακούσει πολλά, αλλά τελικά κάθε κουβέντα διακοπτόταν από εμπόδια που συναντούσαν. Μια μικρή χιονοστιβάδα, γλιστερές επιφάνειες και ότι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Η κατάβαση των Βουνών ήταν πιο γρήγορη, αν και συνάμα διπλά επικίνδυνη.
                Σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής προς τους πρόποδες, ο Θον σκεφτόταν τα πάντα. Τον Δρυΐδη, αυτά που έμαθαν και κυρίως, αν όλα αυτά ήταν αληθινά ή όχι. Έμοιαζαν με όνειρο, όμως ταυτόχρονα ήταν τόσο πραγματικά. Επίσης, κάτι ακόμα προβλημάτιζε το μυαλό του. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει για τη γυναικεία φωνή που ακούει στο οράματά του, ενώ ουσιαστικά αυτή ήταν η αφορμή να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι. Βέβαια, ο Δρυΐδης έμοιαζε να γνώριζε τα πάντα που τους είχαν συμβεί και θα είχε αναφέρει κάτι, αν είχε σημασία. Ή είχε πραγματικά σημασία και για αυτό δεν μίλησαν για αυτό. Πολλά έμαθες και ακόμα περισσότερα έχεις να μάθεις. Δεν μπορώ να σου πω το πεπρωμένο σου, γιατί αυτό οφείλει ο καθένας να το ανακαλύπτει μόνος του. Τα λόγια του σοφού γέρου είχαν μείνει χαραγμένα μέσα του βαθιά και δεν έλεγε να πάψει να τα σκέφτεται.

***

                                                                    

                Οι τρεις μέρες της ανάβασης, έγιναν μόνο δύο κατά την κάθοδο. Βρίσκονταν πλέον σε απόσταση αναπνοής από το φρούριο,  που είχαν αφήσει ξεγλιστρώντας κάτω από τη μύτη των Βαμπουργκιανών. Έπρεπε να περάσουν ξανά από εδώ, αλλά η φρουρά ήταν τώρα σθεναρή και οι πιθανότητες επιτυχίας φαινόταν μηδαμινές.
                «Ίσως να περιμένουμε μέχρι να αλλάξει η φρουρά» πρότεινε ο Νέντος.
                «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην είναι προσεκτικοί. Υπάρχουν τριπλές φρουρές πλέον» δήλωσε ο Ρεμύ. «Τα Βουνά του Χάους είναι προστατευόμενα από το Βάμπουργκ και θεωρούμαστε εισβολείς. Δεν υπάρχει περίπτωση να μας αφήσουν να φύγουμε εύκολα».
                «Τότε θα πολεμήσουμε» είπε ο Θον και βγήκε μπροστά προχωρώντας προς τα τείχη.
                Ο Σαράχι από πίσω του ωρυόταν.  «Είναι τρελός! Θα μας σκοτώσει όλους! Μαζέψτε τον!»
                «Ηρέμησε αδερφέ, ξέρει τι κάνει» τον καθησύχασε η Νόρμα, αλλά ο μελαμψός Ίβριλ έμοιαζε τρελαμένος.  Αν και περίμεναν πως με την τρέλα που κουβαλούσε θα ήταν ο πρώτος που θα ζητούσε τη μάχη, αυτά που έγιναν στα Βουνά φαίνεται πως τον επηρέασαν. Έμοιαζε να λογαριάζει περισσότερο τη ζωή του μετά τη συνάντηση με το Δρυΐδη, σα να είχε αποκτήσει έναν ξεκάθαρο σκοπό πλέον.  

                «Κόμη Βοργκ! Έλα έξω! Αν θες αυτό που πιστεύω έλα να το πάρεις ο ίδιος!» Ο Θον φώναζε με όλη του την ψυχή και μετά από λίγο η πύλη άνοιξε και ο Κόμης Βοργκ φάνηκε απέναντί τους, συνοδευόμενος από μια ντουζίνα σκλάβους και δυο ιππότες.
                «Μίλα ξένε και, προτού πεθάνεις, πες μου πως έχεις το θράσος να με καλείς έξω από τα τείχη του κάστρου μου». Ο άνδρας ήταν ψηλός και ευθυτενής, μαυρομάλλης και λεπτός. Η μαύρη μακριά καπαρντίνα του, ανέμιζε ελαφρά και το σκήπτρο στο χέρι του κάρφωνε το χιόνι με δύναμη.
                Ο Θον τον κοίταξε στα μάτια και έβγαλε από την τσέπη του τον κρύσταλλο. «Αυτό θέλεις, έτσι δεν είναι;  Έβαλες κατασκόπους σε όλη τη διαδρομή και σίγουρα ξέρεις τι έγινε στα Βουνά. Τους είδα, αλλά δεν ασχολήθηκα μαζί τους. Ήθελα να τα πούμε οι δυο μας μεγάλε Κόμη».
                «Μάλιστα, είσαι έξυπνος άνδρας, Θον της Τινέθιελ. Έμαθα πολλά για σένα αυτές τις μέρες. Για την επανάσταση στο Βόργκαστ, για τον οικισμό που φτιάξατε στη λίμνη και πολλά ακόμα. Έμαθα και για τον κρύσταλλο σου και η αλήθεια είναι πως τον θέλω. Και επειδή κέρδισες τη συμπάθεια μου θα σου πω και αυτό. Ο λαός σου εκδιώχτηκε από τη λίμνη. Στις μέρες που είστε στα Βουνά, η Ντανέιρα και η Βανέρια ανακοίνωσαν τη συμμαχία τους. Πλέον λέγονται Αυτοκρατορία του Νότου. Τι χαζό όνομα! Σκούπισαν την Τινέθιελ και τώρα οδεύουν προς την πρωτεύουσα της Νενάτ. Μερικοί δικοί σου έμαθα πως βρίσκονται εκεί, αλλά το πόσοι δεν ξέρω».
                «Και γιατί να σε πιστέψουμε;» πετάχτηκε ο Νέντος.
                «Ω! Ο Νέντος, ο πρώην Βασιλιάς της Βανέρια ή αλλιώς το Τόξο της Βανέρια! Ξέρω τα πάντα για εσάς και μπορώ να το αποδείξω. Έτσι ακριβώς ξέρω και τα πάντα για τον κόσμο που καταστρέφεται. Και θέλω αυτόν τον κρύσταλλο. Γνωρίζω τους θρύλους και ξέρω τι μπορεί να κάνει. Για αυτό, για να σας αφήσω ζωντανούς, καλύτερα να μου τον παραδώσετε χωρίς αντιρρήσεις».
                «Υπάρχει και άλλος τρόπος» απάντησε ο Θον.
                «Όπως;»
                «Μονομαχία. Όπως τα παλιά χρόνια. Εσύ, ένας άνθρωπος των παραδόσεων, σίγουρα δε θα μπορούσες να αρνηθείς».
                «Φυσικά, αλλά τι σε κάνει να νομίζεις πως έχεις ελπίδες; Εγώ ζητώ τον κρύσταλλο, ποια είναι η απαίτησή σου, Θον της Τινέθιελ;»
                «Ασφαλές πέρασμα για εμένα, τους συντρόφους μου και τους δούλους που σέρνεις μαζί σου. Επίσης φαγητό και νερό για δέκα μέρες».
                «Με ληστεύεις νεαρέ, αλλά θα δεχτώ. Έτσι, έχει περισσότερο ενδιαφέρον».
                Οι δύο άνδρες τράβηξαν τα ξίφη τους. Ο Ελευθερωτής, το σπαθί του Θον, ήταν μακρύ, βαρύ και δύσκολο να σηκωθεί, ενώ το λεπτό σπαθί του Δούκα Βόργκ έμοιαζε πούπουλο μπροστά του. Πρώτος επιτέθηκε ο Δούκας. Δύο ανοιχτά χτυπήματα, ένα βήμα μπρος, ένα κλειστό χτύπημα. Δύο πλάγια βήματα, ένα πίσω και ξανά το ίδιο. Ο Θον δεν μπορούσε, παρά μόνο να αμυνθεί, καθώς ο αντίπαλός του ήταν κατά πολύ γρηγορότερος. Άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά, χάνοντας όλο και περισσότερο τον έλεγχο. Ο Δούκας πέρασε δύο κοψίματα, ένα στο δεξί ώμο και ένα στον αριστερό αστράγαλο, που ευτυχώς δεν ήταν βαθιά. Ο Θον προσπάθησε να αντεπιτεθεί, αλλά εις μάτην. Το βαρύ σπαθί και το κουρασμένο του κορμί, τον έκανα πολύ αργό και ο Κόμης χτυπούσε συνεχώς. Όμως, βήμα με το βήμα τον διάβαζε.  Δύο ανοιχτά χτυπήματα, ένα βήμα μπρος, ένα κλειστό χτύπημα. Δύο πλάγια βήματα, ένα πίσω και ξανά το ίδιο. Αυτό ήταν το μοτίβο. Και πάλι η ίδια κίνηση.  Δύο ανοιχτά χτυπήματα, ένα βήμα μπρος, ένα κλειστό χτύπημα. Δύο πλάγια, όμως τώρα ο Κόμης δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Θον είχε κλειδώσει το πόδι του με τα δύο δικά του, σερνόμενος στο χιόνι. Η γροθιά του, καθώς σηκώθηκε, συγκρούστηκε με δύναμη με το πρόσωπο του Βοργκ και τον έριξε κάτω, ενώ ταυτόχρονα απομάκρυνε τη λεπτή σπάθα από το χέρι του, καρφώνοντας τον Ελευθερωτή το πόδι του. Ο Θον νίκησε ολοκληρωτικά.
                «Γιατί δε με σκοτώνεις;» γρύλισε ο Κόμης Βοργκ.
                «Εσύ δεν κάνεις κουμάντο εδώ; Επίσης» πλησίασε κοντά στο αυτί του και του ψιθύρισε, όσο πιο ειρωνικά μπορούσε «σε εμπιστεύομαι, φίλε μου».
                «Ανοίξτε τις πύλες ελευθερώστε τους σκλάβους και αφήστε τους να περάσουν» φώναξε στους ιππότες του ο Κόμης, πιο τρομαγμένος από ποτέ.

Και ο Θον αποχαιρέτησε τα Βουνά του Χάους και το Βάμπουργκ γεμάτος γνώση και προβληματισμούς.

Τα Χρονικά του Βάρδου #11

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.