Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Τα Βουνά του Χάους (Τα Χρονικά του Βάρδου #9)

Περπατούσαν και σκαρφάλωναν για τρεις μέρες μέχρι να δουν μπροστά τους το μεγάλο οροπέδιο. Η διαδρομή δεν ήταν διόλου εύκολη ως εδώ, καθώς τα Βουνά του Χάους ήταν όντως τα ψηλότερα και αγριότερα της Ιόλια. Μικρά δρομάκια, κακοτράχαλες πλαγιές και απόκρημνοι γκρεμοί, μαζί με το χιόνι και το κρύο, έκαναν πραγματικά το ταξίδι αδύνατο κατά τις βραδινές ώρες. Έτσι, κατασκήνωναν με το πέσιμο του ηλίου και κάθε πρωί προσπαθούσαν να προχωρήσουν όσο το δυνατό περισσότερο. Κι αν ο Θον και ο Νέντος, ανθεκτικοί από τη φύση τους και οι δύο Ίβιλ είχαν μάθει να ζουν αντίξοα και αντιμετώπιζαν την κατάσταση με ηρεμία και προσήλωση, δεν ίσχυε το ίδιο με το Ρεμύ. Ο μοναχός ξεπέρασε τον εαυτό του σε αυτή τη διαδρομή και τα βράδια τον έπιαναν να προσεύχεται στου Θεούς του με λυγμούς. Όμως, κάθε πρωί ήταν έτοιμος. Ξυπνούσε πρώτος, ετοίμαζε το πενιχρό πρωινό τους και ενθάρρυνε τους πάντες να συνεχίσουν, αν και όλοι ήξεραν πως είχε ταλαιπωρηθεί περισσότερο από αυτούς.
                Ιδιαίτερη ήταν η σχέση που ανέπτυξε με τον Θον και τη Νόρμα. Παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές κουλτούρες, με εντελώς διαφορετικά ήθη και έθιμα, μοιράζονταν ένα κοινό πάθος, την αγάπη τους για την ιστορία και τους θρύλους. Του εξιστόρησαν και τα γεγονότα της Τινέθιελ γύρω από τον κρύσταλλο και ο ιερέας, ενθουσιασμένος από την ιστορία, τους ανέφερε μια γραμμή που διάβασε σε ένα από τα απόκρυφα βιβλία της εκκλησίας της Ντανέιρα. 

 Όταν ο ουρανός και η θάλασσα συναντηθούν, ο άνδρας που κρατά στο χέρι του τη δύναμη τους θα εμφανιστεί και με το ξίφος του θα χαράξει τη νέα πορεία του κόσμου.

                Μήπως η θάλασσα και ο ουρανός συμβόλιζαν το γαλάζιο κρύσταλλο; Αλλά τι σήμανε πως θα συναντηθούν; Και ποια θα είναι η νέα πορεία του κόσμου; Πολλές ερωτήσεις, με απαντήσεις δύσκολο να δοθούν. Όμως ήταν προετοιμασμένοι να ακολουθήσουν το ταξίδι μέχρι το τέλος.

                                                       ***                                                                      

                «Και τώρα τι;» ρώτησε κουρασμένα ο Σαράχι, που είχε ξαπλώσει μαζί με τον Κουτ και αγνάντευαν το τεράστιο οροπέδιο. 
                «Είναι κενό αυτό το μέρος, εντελώς κενό!» δήλωσε απελπισμένα ο Νέντος. 
                «Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να ανέβουμε! Δεν κάναμε τόσο κόπο εις μάτην!» 
                Αλλά τα παρακάλια του Ρεμύ δύσκολα θα βοηθούσαν την κατάσταση. Το οροπέδιο ήταν κλεισμένο από παντού από απόκρημνούς βράχους, οι οποίοι είχαν καλυφθεί με πάγο και ήταν αδύνατο να τους σκαρφαλώσουν. Έψαξαν όλη την περιοχή για κάποιο πέρασμα, κάποια τρύπα ή σπηλιά, αλλά τίποτα.

                «Κοιτάξτε εδώ» φώναξε η Νόρμα «ένα κόκκαλο!» 
                «Κόκκαλο; Ζει κάτι εδώ πάνω, για να μπορεί να πεθάνει κιόλας;» 
                «Ή μπορεί να ζούσε. Σκάψτε! Γρήγορα!» ο Θον έσκαβε μανιακά. Η ζεστή γούνα που είχε κλέψει από το οχυρό στο Βάμπουργκ, είχε κολλήσει πάνω του, αλλά συνέχιζε να σκάβει, ξανά και ξανά. Βλέποντας τον να παλεύει τόσο, τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. 

Θέλει και μια δόση τρέλας για να φτάσεις στην αλήθεια.

                Και τελικά το είδαν. Ο τεράστιος σκελετός που ήταν θαμμένος κάτω από το χιόνι αναδύθηκε και η όψη του ήταν ικανή να πανικοβάλει και τον πιο ατρόμητο πολεμιστή.
                «Είναι δράκος;» για πρώτη φορά η φωνή του Σαράχι έτρεμε. Σε όλο το ταξίδι, κόμπαζε συνεχώς τηρώντας το ρόλο του σκληρού πολεμιστή, όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, κατάλαβε το πόσο μεγάλος είναι κόσμος. Γιατί αυτό το πλάσμα, προερχόταν από μια άλλη εποχή, ξεχασμένη στους αιώνες.
                «Είναι ο Γκόρτογκ» δήλωσε ο Ρεμύ «ο δράκος που σκότωσαν τα ξωτικά, ο Ίμριλ και ο Έαροντ. Οι μύθοι είναι αληθινοί λοιπόν. Εδώ πολέμησαν, εδώ έχασε τη ζωή του ο Ίμριλ και εδώ χρίσθηκε άτυπα βασιλιάς ο Έαροντ. Η μεγαλύτερη μάχη της Ιόλια δόθηκε εδώ, το Ιμράλντιν».
                Ο Θον είχε εντελώς ασυναίσθητα βγάλει από την τσέπη του τον κρύσταλλο. Του έκαιγε το χέρι παρόλο το κρύο και εκεί που δεν το περίμενε κανείς άρχισε να λάμπει. Ένα φως απόκοσμο βγήκε από το μικρό πετράδι και γέμισε το χώρο γύρω τους.
                «Τώρα τι είναι τούτο;»
                «Σημάδι, Σαράχι, σημάδι» προχωρούσε τώρα μόνος του, δίπλα από δράκο, με τον κρύσταλλο κρατημένο σφιχτά στο χέρι του. Παρατηρούσε τα πάντα. Το χιόνι, το έδαφος, τον ουρανό και τον πάγο και όλα έμοιαζαν πιο γαλήνια, πιο αργά, σαν όνειρο. Μελετούσε την ατμόσφαιρα γύρω του και έβλεπε για πρώτη φορά την ομορφιά του κλίματος. Η απόμακρη και παγερή γοητεία του ιστορικότερου σημείου της Ιόλια ήταν μαγευτική.
                «Εκεί» αποκρίθηκε με παγερό βλέμμα και μια αποφασιστικότητα μεγαλύτερη και από την ήδη έμφυτή του. «Καθαρίστε τον πάγο, ήρθε η ώρα».
                Έδειχνε έναν τοίχο τον οποίο ο Παγωμένος Πατέρας είχε πνίξει εντελώς. Τον καθάρισαν γρήγορα με τα χέρια να πονούν και τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν. Πίσω από την ασπρίλα, εμφανίστηκε ένα σχέδιο που ομορφότερο του δεν είχε δει κανείς. Ένα δέντρο, το οποίο όμως βρισκόταν ανάποδα, με τις ρίζες του στην κορυφή και αμέτρητα κλαδιά. Κάθε κλαδί είχε και ένα όνομα, γραμμένο με ρούνους .
                «Είναι η Γέννηση» είπε ο Ρεμύ «αλλά κάτι είναι διαφορετικό εδώ».
                «Δηλαδή;»
                «Η Γέννηση είναι η ιστορία της δημιουργίας των Παλιών Θεών. Η ρίζα είναι Ύπαρξη, το πλάσμα που έδωσε ζωή στην Ιόλια και από κάτω ακολουθούν όλοι οι Μεγάλοι Θεοί. Όμως εδώ αλλάζει το πράγμα. Κοιτάξτε. Στις τελευταίες διακλαδώσεις υπάρχουν και οι Νέοι Θεοί, ο Πατέρας, η Μητέρα και οι κόρες, η Ελπίδα, η Σοφία, η Αγάπη και η Πίστη. Και ο Ένας Γιός. Κανονικά, αυτές οι δύο θρησκείες είναι αντίθετες. Οι Παλιοί Θεοί συμβολίζουν τον πόλεμο και τις μάχες ενώ η Νέοι την ειρήνη που επιζητά ο κόσμος. Ή έτσι γνωρίζαμε μέχρι τώρα».
                «Και τι σημαίνει τώρα αυτό;» ρώτησε η Νόρμα.

                «Ότι όλα ήταν προγεγραμμένα. Και οδηγούσαν σε αυτήν εδώ τη στιγμή» ο Θον κοιτούσε τη ρίζα και γυρνώντας στους συντρόφους του αποκρίθηκε.
                «Είστε μαζί μου;»
                «Και τώρα και για πάντα» απάντησε η Νόρμα και όλοι έγνεψαν καταφατικά.

Σήκωσε τον κρύσταλλο και τον ύψωσε στην ευθεία της ρίζας. Έτριψε με τα χέρια του το πετράδι και το τοποθέτησε πάνω στη ζωγραφιά. Περίμενε τρεις στιγμές, δύο, μία και έγινε. Ένιωσαν μια ζάλη και ένα πόνο στο κεφάλι και ξαφνικά έχασαν τον έλεγχο του κορμιού τους. Η ζάλη έγινε άγχος και το άγχος πανικός, καθώς το βλέμμα τους έσβηνε και χανόταν στη δίνη που τους κατέκλυζε.

Και η φωνή μίλησε.

Συγχαρητήρια Θον. Το μεγάλο παιχνίδι ξεκινά.

Τα Χρονικά του Βάρδου #9

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.