Ο Θον ξύπνησε νωρίς το πρωί. Βγήκε από τη σκηνή και προχώρησε μέχρι τα γαλανά, κρυστάλλινα νερά της λίμνης Τινέθιελ, τα οποία, με τη συνοδεία της ομίχλης που χόρευε χαρωπά από πάνω τους, έμοιαζαν ακόμη πιο μυστήρια απ’ ότι συνήθως. Έπλυνε γρήγορα το πρόσωπο του και καθάρισε τα ανακατωμένα μαλλιά του. Ήπιε λίγο νερό και κοντοστάθηκε κοιτώντας τα νερά από απόσταση αναπνοής. Περίμενε ένα σημάδι, ένα μήνυμα, κάτι. Αυτή ήταν η λίμνη των θρύλων. Η λίμνη που βασίλευσαν τα ξωτικά και στην οποία επισφραγίστηκε η Συμμαχία τους με τους ανθρώπους από τον Ρόμπερτ, τον Πρώτο εξ’ αυτών, και τον Έαροντ τον βασιλιά των ξωτικών. Όλα αυτά που έβλεπε στον ύπνο του, η φωνή που άκουγε και η φλόγα που έκαιγε, τον τραβούσαν προς αυτό το μέρος. Υπομονή, σκέφτηκε. Όλα θέλουν το χρόνο τους.
Σηκώθηκε και προχώρησε στο δάσος Μπίβερεν, όπου μαζί με τον Νέντος τον τοξότη θα άλλαζαν τη φρουρά στη νότια πλευρά του δάσους.
Όταν έφτασε στην κατασκήνωση κατάλαβε πως με τα βίας αναγνώριζε τα πρόσωπα των συμμάχων του. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να αντικρίσεις οτιδήποτε βρισκόταν τρία μέτρα μακριά. Ο κολλητός του, ο Μπάρακ, τον υποδέχτηκε με ένα χτύπημα στην πλάτη.
«Επιτέλους! Αργήσατε σήμερα».
«Συγγνώμη Μπάρακ. Ο ύπνος είναι γλυκός», αστειεύτηκε ο Θον.
«Ναι γλυκός σαν τα χείλη της Ίριεν. Άντε πιάστε πόστο πρέπει να πάω να δω τη γυναίκα μου».
Γέλια επικράτησαν παντού. Αυτός ήταν ο Μπάρακ. Ένας σκληρός και δυνατός άνδρας, που λάτρευε τη γυναίκα του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Πλέον τη φρουρά αποτελούσαν ο Θον, ο Νέντος και ο Γκόλαρ ο ιχνηλάτης, μαζί με μια ντουζίνα ακόμα άνδρες. Ο τοξότης είχε ήδη σκαρφαλώσει σε μια από τις πολλές μεγάλες λεύκες του δάσους και πλέον ήταν αδύνατο να φανεί. Βέβαια, από εκεί ήταν πιο χρήσιμος καθώς ο στόχος και η ικανότητα όρασής του ήταν δύο από τα ισχυρότερα χαρτιά της Αντίστασης .
Οι φρουρές, με απόφαση του Θον, είχαν μεγαλώσει τελευταία. Όταν μαθεύτηκε πως η αυτοκρατορία της Ντανέιρα κήρυξε πόλεμο στη Νενάτ, οι περιοχές όπου βρίσκονταν ήταν αναπάντεχο να βρεθούν στο κέντρο της διαμάχης. Παρόλο αυτά, λίγοι πολεμιστές θα πατούσαν το πόδι τους στο Μπίβερεν. Εδώ και αρκετούς αιώνες το μέρος θεωρείται καταραμένο. Οι εποχές που η περιοχή αυτή αποτελούσε το κέντρο του κόσμου χάθηκαν πλέον μαζί με τα ξωτικά και το μόνο που απέμεινε από τότε είναι τα παραμύθια που διαβάζουν οι παραμάνες στα παιδιά αρχόντων. Ο Θον ακούμπησε το σώμα του σε ένα κούτσουρο και το στήριξε με τη βοήθεια του σπαθιού του, του Ελευθερωτή. Κάθε σπαθί πρέπει να έχει το όνομα του έλεγε πάντα.
Οι ώρες περνούσαν βαρετά. Όπως κάθε μέρα στο Μπίβερεν και την Τινέθιελ, οι Αντιστασιακοί ήταν οι μόνοι που βρίσκονταν στις αρχαίες αυτές περιοχές. Σήμερα όμως ήταν μια διαφορετική μέρα και η νότια φρουρά δεν άργησε να το καταλάβει. Γιατί αυτή έφθασε με το που εξαφανίστηκε η ομίχλη.
Μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, με σχετικά σκούρο σταρένιο δέρμα, καλλίγραμμο σώμα και μακριά καστανά μαλλιά, έτρεχε ασθμαίνοντας προς το μέρος τους. Το καφετί φτωχικό φόρεμα που φορούσε ήταν σχισμένο στις άκρες και τα πόδια της γυμνά και πρησμένα από το τρέξιμο δεν ήταν ικανά για να την κρατήσουν πλέον όρθια. Αλλά δεν ήταν μόνη της. Από πίσω μια ορδή ιπποτών της Ντανέιρα ορμούσε με οργή. Κυνηγούσαν την εντυπωσιακή κοπέλα αλλά και πόσα ακόμα γυναικόπαιδα και γέρους, που έμοιαζαν της ίδιας φυλής, ανάμεσα στις ψηλές λεύκες.
«Στα όπλα!» φώναξε ο Θον και όλοι σηκώθηκαν να σώσουν τους κυνηγημένους. Μπορεί να μην ήθελαν μπλεξίματα με του Ντανειρανούς, αλλά ο πόνος του αδύναμου ήταν πάντοτε κάτι που τρυπούσε την καρδιά του Θον σαν το κοφτερότερο μαχαίρι.
Αμέσως οι άνδρες της φρουράς συγκρούστηκαν με τους ιππότες που έμοιαζαν ανίκητοι πάνω στα καμαρωτά άλογα και τις γκρίζες πανοπλίες τους. Ο Θον με ένα άλμα έφθασε απευθείας τη νεαρή κοπέλα και ακριβώς πριν το σπαθί του καβαλάρη έκοβε στα δύο το λαιμό της, πρόλαβε να καρφώσει στο στέρνο του τον Ελευθερωτή και να τη σώσει. Ταυτόχρονα, ο Γκόλαρ κρυμμένος σε κάποιους παραπλήσιους θάμνους εξολόθρευσε έναν έναν ογκώδη Ντανειρανό ιππότη από κρυφό σημείο χωρίς κανείς να αντιληφθεί την παρουσία του, σώζοντας έτσι έναν γέρο που κρατούσε στα χέρια του αρχαίους χάρτες .Ο Νέντος επιτιθόταν από τους ουρανούς . Κρυμμένος στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων είχε ήδη ξεκινήσει το μέτρημα των πτωμάτων. Μια βολή, ένας νεκρός. Έτσι συνέβαινε συνήθως με τον Νέντος. Αν και οι Ντανειρανοί ιππότες φημίζονταν για τις ικανότητες τους και για τις πολύ αυστηρές απαιτήσεις για την ένταξη ενός νέου στο τάγμα, έμοιαζαν ανήμποροι να αντισταθούν στη συνεργασία και την μαχητικότητα των πολεμιστών της Αντίστασης. Ελεύθεροι άνθρωποι εναντίον εκπαιδευμένων κατακτητών. Ο τελικός απολογισμός μέτρησε πέντε τραυματίες από τους πρώτους και δεκαοκτώ νεκρούς από τους δεύτερους, πριν οι λοιποί αναβάτες τραπούν σε φυγή.
Αφού κόπασε η μάχη, ο Θον βοήθησε τη νεαρή κοπέλα να σηκωθεί από το έδαφος. Ήταν τραυματισμένη και στα γρήγορα της έδεσε την ουλή που είχε σχηματιστεί σαν ποτάμι στο δεξί της πόδι. Μόλις αυτή σηκώθηκε τον αντίκρισε στα μάτια. Αν και πιο κοντή από τον μεγαλόσωμο Θον η αύρα που εξέπεμπε ήταν εκπληκτική.
«Ευχαριστούμε για τη βοήθεια», αναφώνησε κατηγορηματικά.
Ο Θον παρέμεινε σιωπηλός, αλλά συνέχιζε να την κοιτάζει βαθιά στα καστανά μάτια της.
«Νόρμα, των Ίβριλ. Σε ποιόν οφείλω τη ζωή μου;»
«Θον, της Τινέθιελ» απάντησε χαμένος στο απόκοσμο καφετί σκοτάδι των ματιών της που τον συνεπήραν από την πρώτη στιγμή.
Αυτή η γνωριμία έμελλε να αλλάξει για πάντα τη ζωή του Θον. Το πεπρωμένο όντως παίζει σημαντικό ρόλο στον κόσμο που ζούμε και στην Τινέθιελ και το Μπίβερεν αυτή η μυστήρια δύναμη κινεί πολλές φορές τα νήματα. Ίσως αυτή η συνάντηση να ήταν τυχαία ή ίσως να ήταν όλα προδιαγεγραμμένα να συμβούν. Ποτέ δεν το κατάλαβα. Όμως ο Θον και η Νόρμα, αυτά τα δύο νεαρά και γεμάτα ελπίδα παιδιά, θα άλλαζαν τον κόσμο ολοκληρωτικά.