Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Τα Μυστικά της Λίμνης (Τα Χρονικά του Βάρδου #5)

Οι Ίβριλ είναι μια ιδιαίτερη φυλή ανθρώπων. Τους ξεχωρίζει κανείς εύκολα από το ελαφρά σκουρόχρωμο δέρμα τους και την ιδιαίτερη κουλτούρα του πολιτισμού τους. Όπως μας εξήγησε ο αρχηγός τους, ο Αν Ταμπά, αποτελούν μια από τις αρχαιότερες φυλές τις Ιόλια. Στο μακρινό παρελθόν υπήρξαν οι πρώτοι σύμμαχοι του Ρόμπερτ, του Πρώτου της Νενάτ, ο οποίος ένωσε όλους τους ανθρώπους σε ένα ενωμένο και αδιαίρετο βασίλειο μετά τη μάχη της κοιλάδας του Βαράν. Εκεί, η Συμμαχία των Ξωτικών και των Ανθρώπων νίκησε το μάγο Βαλτάζαρ και η ειρήνη ήρθε στον κόσμο μετά από πολλούς και μακροχρόνιους πολέμους. Οι Ίβριλ κατοίκησαν την ίδια την κοιλάδα του Βαράν και οι πνευματικοί τους ηγέτες απέκτησαν μεγάλη δύναμη. Σαμάνοι και Δρυΐδες ήταν τα δύο ονόματα που, όπως δήλωσε ο γέρος άνδρας, δημιουργήθηκαν στη φυλή τους και μαζί με αυτά ένας ολόκληρος μαγικός τομέας σχετικός με τη δύναμη και τον έλεγχο της φύσης. Μετά την Κενή Εποχή και την εξαφάνιση της μαγείας από τον κόσμο, οι Ίβριλ έχασαν τη δύναμή τους. Πολλοί λαοί τους εκμεταλλεύτηκαν, αλλά πάντοτε είχαν την υποστήριξη του εκάστοτε Βασιλιά της Νενάτ. Τα διάφορα βασίλεια που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου, περικύκλωσαν την κοιλάδα του Βαράν και οι Ίβριλ αποτέλεσαν μέχρι σήμερα μια ημιαυτόνομη κοινωνία.
               Όμως ποτέ δεν ξέχασαν τα πιστεύω τους. Όντας στη φύση τους πνευματικός λαός, συνέχιζαν να πιστεύουν στις παραδόσεις, στους Παλιούς Θεούς και στην ικανότητα της μαγείας να αποτελεί κινητήρια δύναμη του κόσμου. Αν και πολλοί πλέον τους θεωρούν τρελούς και γραφικούς, ακόμα πιστεύουν πως η μαγεία θα επιστρέψει και πως η αλήθεια για την Ιόλια και τα δεινά της βρίσκεται στις Αρχαίες Γραφές. Δυστυχώς, ένα ευγενικό και ειρηνικό κρατίδιο με ελάχιστους στρατιώτες και πλούσια γη ανάμεσα σε τόσους εχθρούς, ήταν εύκολη λεία για τους πολεμοχαρείς Ντανειρανούς. Λεηλάτησαν τα χωριά τους, βίασαν και σκότωσαν πολλές γυναίκες και παιδιά και τελικά κατέκτησαν ολοκληρωτικά την κοιλάδα. Έτσι, κινήθηκαν βόρεια αναζητώντας σωτηρία στο δάσος του Μπίβερεν. Μετά τη συνάντηση με τη νότια φρουρά και τη σύρραξη που δημιουργήθηκε αποφάσισαν να μείνουν για λίγο καιρό μαζί μας, δεχόμενοι την πρόταση του Θον. Έκπληξη προκάλεσε σε όλους το γεγονός πως κανένας Ντανειρανός ιππότης δε φάνηκε μετά τη Μάχη του Μπίβερεν. Οι περισσότεροι πιστεύαμε πως δεν διακινδύνευαν την είσοδο των ταγμάτων τους στο εγκαταλελειμμένο και αρχαίο δάσος, αλλά ο Αν Ταμπά ήταν πεπεισμένος πως τα πνεύματα του δάσους τους προστάτευαν.
               Οι προφητείες και οι παραδόσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στη ζωή των Ίβριλ. Ζουν και αποφασίζουν το μέλλον τους σύμφωνα με αυτές. Όμως κανείς δεν πιστεύει πιο πολύ στα αρχαία κείμενα από τη Νόρμα, την κόρη του Αν Ταμπά, την πριγκίπισσα τους. Απ’ όταν ο Θον έσωσε τη ζωή της την τελευταία στιγμή οι δυο τους ήρθαν αρκετά κοντά. Πολλά βράδια τα περνούσαν μαζί, δίπλα στα νερά της Τινέθιελ, μιλώντας με τις ώρες. Συζητούσαν για ιστορίες του παρελθόντος, για μύθους και για θρύλους.

Μια τέτοια νύχτα, όπως είχε ονειρευτεί και ο ίδιος, χτύπησε το πεπρωμένο την πόρτα της ζωής του Θον. Δίπλα στην αρχαία λίμνη με τα τόσα μυστικά.

                «Και οι ιστορίες αναφέρουν πως ο Ίμριλ και ο Έαροντ σκότωσαν το δράκο Γκόρτογκ πάνω στα Βουνά του Χάους. Όμως η προδοσία των ανθρώπων πόνεσε πολύ τον Έαροντ και απομακρύνθηκε από αυτούς μέχρι την εποχή του Ρόμπερτ του Πρώτου».
                Ο Θον έμοιαζε μαγεμένος με τη Νόρμα και τον τρόπο με τον οποίο αφηγούνταν τις ιστορίες της. Αν και πολλά από αυτά τα παραμύθια τα είχε ακούσει από μικρός και τα γνώριζε καλά, του άρεσε να τα ακούει από τα χείλη της. Μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόταν πόσα πράγματα λάτρευε επάνω της. Τα μάτια της, που έλαμπαν καθώς μιλούσε με πάθος για αυτά που πίστευε, τα μαλλιά της, που τρεμόπαιζαν αγέρωχα από το ελαφρύ αεράκι και τα πόδια της, που απλώνονταν στο γρασίδι και κατέληγαν να λουστούν στα νερά της λίμνης. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος εδώ και πολύ καιρό που τον έκανε να ξεχαστεί, να γελάσει και να νιώσει γαλήνη. Ταυτόχρονα όμως του έμαθε τόσα πολλά για τους θρύλους και τις παραδόσεις, δύο έννοιες που παλιότερα απέρριπτε, αλλά τώρα ήξερε πως σύντομα θα ερχόταν αντιμέτωπός τους.
                «Σκέφτεσαι κάτι;»
                Με μια απότομη φράση, η Νόρμα έκοψε τη ροή της σκέψης του. Γιατί αν και σκεφτόταν διαρκώς την ομορφιά και το χαμόγελο της, το μυαλό του ποτέ δεν έφευγε από το φόβο του αποχωρισμού. Ο τελευταίος μήνας ήταν ίσως ο καλύτερος της ζωής του. Και τώρα που σε λίγες μέρες θα την έχανε, η καρδιά του πονούσε.
                «Απλά δε θέλω να φύγεις» απάντησε, χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο. Για πρώτη φορά είπε αυτό που ένιωθε. «Θα μου λείψουν οι συναντήσεις μας και…»
                Τα σώματά τους πλησίασαν αρκετά. Ένιωθε την αναπνοή της να τρεμοπαίζει και η καρδιά του πλημμύρισε από χαρά και αγωνία. Τα μάτια τους απέφευγαν να συναντηθούν, παρόλο που είχαν ήδη μπλέξει τα δάχτυλα των χεριών τους σαν να κρίνονταν η ζωή τους από αυτό. Ήταν οι δυο τους και κανείς άλλος. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία πλέον, καθώς ο υπόλοιπος κόσμος έσβηνε για να δώσει χώρο στην πιο όμορφη στιγμή της ζωής τους.
                Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κυλίστηκαν στη χλόη σαν ένα κορμί. Βγάζοντας ο ένας τα ρούχα του άλλου έπεσαν στη λίμνη. Κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού και δίπλα στην γκρεμισμένη γέφυρα των ξωτικών έγιναν ένα. Το πάθος τους κυρίεψε και η νύχτα πέρασε γλυκά, γαλήνια χωρίς την παραμικρή ένδειξη για το τι θα συνέβαινε.

***

                                                                          

Λίγο πριν ξημερώσει ξύπνησε ξαφνικά. Το κεφάλι του πονούσε λες και του κάρφωναν στον κρόταφο καρφιά ενώ τα πόδια του τρέκλιζαν θυμίζοντας γέρικες ρίζες ενός ετοιμοθάνατου πλατάνου. Το κορμί του έτρεμε και τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. ‘Έλα πιο κοντά. Ένιωσε τη φωνή στο μυαλό του, πιο δυνατή από ποτέ. Υπάκουε χωρίς να το θέλει και πλησίαζε με κάθε βήμα τη λίμνη. Η Νόρμα, που είχε ταραχθεί με αυτό που έβλεπε, προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Όσο περισσότερο του μιλούσε όμως τόσο περισσότερο τον έχανε. Τα μάτια του είχαν γυρίσει και η κόρη είχε εξαφανιστεί. Τσίριζε από τον πόνο, έναν πόνο που έβγαινε από μέσα του. Λίγο ακόμα. Στο νερό. Βούτα. Πλέον είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει τη μισογκρεμισμένη γέφυρα, η οποία είχε το μισό μήκος της λίμνης. Έφθασε στην άκρη τρέχοντας πλέον με τη Νόρμα να μην μπορεί να τον προφτάσει. Την κοίταξε και για μια στιγμή το βλέμμα του επανήλθε και ξαναέφυγε μονομιάς. Χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του βούτηξε στο νερό.
                Ο βυθός απείχε πολύ απ’ την επιφάνεια. Βούλιαζε συνεχώς και όσο πιο βαθειά πήγαινε τόσο πιο πολλές αισθήσεις αποκτούσε. Βρύα και χόρτα μπλέκονταν στα μαλλιά του, όμως αυτός συνέχιζε την ατέρμονη κάθοδό του. Αλαφιασμένος, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο του σώματος ή του μυαλού του, βυθιζόταν.  Μόλις είχε φθάσει σε ένα αρκετά βαθύ σημείο, το είδε. Ένα φως, γαλάζιο και δυνατό, το οποίο το σώμα του ακολούθησε ενστικτωδώς. Πλέον δεν ήθελε να το ελέγξει. Είχε αφεθεί. Τα χέρια ακούμπησαν πρώτα το βυθό και ψηλαφώντας έπιασε αυτήν τη λαμπερή πέτρα στις χούφτες του. Αν και την κρατούσε σφιχτά και ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα βόλο, το πέτρωμα με τις πολλές και μυτερές άκρες έμοιαζε να λάμπει ακόμα και μέσα από τα χέρια του που την κάλυπταν ολοκληρωτικά. Με δυσκολία κατάφερε να βγει στην επιφάνεια και  σύρθηκε μέχρι την ακτή. Η Νόρμα, που είχε καλέσει σε βοήθεια όσους πρόλαβε, έτρεξε πάνω του και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Και τότε κατάλαβε τι είχε στα χέρια του. Τα μάτια της έλαμψαν και μόλις έφθασα στο μέρος με τον Αν Ταμπά, την είδαμε εκστασιασμένη.
                «Πατέρα! Ένας κρύσταλλος! Είναι αληθινός! Οι προφητείες είναι αληθινές! Όλα είναι αληθινά!»

Και δυστυχώς όλα ήταν.

Τα Χρονικά του Βάρδου #5

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.