Το σκοτάδι τους έπνιγε και τα σώματά τους πονούσαν υπερβολικά, όμως παρέμεναν κολλημένοι. Ήταν όλη τους τη ζωή μαζί. Από το γυμνάσιο, μέχρι και τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα. Πολλές φορές, ο Ενρίκος κορόιδευε, λέγοντας πως έχουν ζήσει τα πάντα και θα βαριόνταν μετά από ένα σημείο.
Ωστόσο, η ζωή έχει την τάση να σου θυμίζει πως δεν αποφασίζεις μόνο εσύ την εξέλιξη της και πως τα πάντα μπορούν να χαθούν ή να κερδηθούν σε λίγες στιγμές. Και αυτό μάθαιναν τώρα, με τον πιο άσχημο τρόπο.
Πάντοτε, τον έλκυε το περίεργο, το μυστήριο. Και οι δύο προσκυνητές που συνάντησαν στο δρόμο του Αγίου Ιακώβου, το είχαν αυτό. Περπάτησαν μαζί τους αρκετά χιλιόμετρα, αλλά στην τελική τους επιτέθηκαν, τους λήστεψαν και τους παρέδωσαν φιμωμένους σε αυτούς τους αιρετικούς. Για όλα έφταιγε αυτός και κανείς άλλος. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Όσο το σκεφτόταν, η καρδιά του πονούσε και περισσότερο. Οι τύψεις τον κύκλωναν και τελικά, την τρίτη ημέρα της κοινής του κράτησης με τη γυναίκα του, λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Ενρίκο! Ενρίκο! Ξεκόλλα!»
«Συγγνώμη εγώ φταίω για όλα. Εγώ μας έστειλα στο τάφο!»
«Δεν πεθάναμε ακόμα. Σύνελθε!» του φώναζε επιτακτικά, αλλά είχε τον τρόπο της. Ήξερε και τις αδυναμίες και τα ελαττώματα του άνδρα της και έτσι γνώριζε πως κάποιες φορές ήθελε κάποιον να τον ταρακουνήσει. «Τίποτα δεν τέλειωσε, κανείς δεν πέθανε. Σκέψου. Κάθε βράδυ μετά τα βασανιστήρια μας δίνουν αυτό το χάπι και ξυπνάμε αργότερα, μετά από πολλές ώρες ύπνου και με τη βία. Πιστεύω, πως το πρωί που λειτουργεί ο ναός εμείς κοιμόμαστε και λογικά κανείς δεν άλλος δεν είναι εδώ. Λογικό, γιατί δε θα θέλουν να ανακατευτούν με τους πιστούς. Ότι γίνεται, γίνεται το απόγευμα».
Ο Ενρίκος είχε πλέον ηρεμίσει και προσπαθούσε να την ακολουθήσει. «Είσαι σίγουρη για αυτό;»
«Όχι, αλλά αξίζει η προσπάθεια. Σε λίγο θα έρθουν και μαζί τους θα έρθει και ο πόνος. Όμως μετά, ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Απλά μην καταπιείς το χάπι».
«Δε θα το καταπιώ και ξέρεις κάτι. Σ’ αγαπώ όσο τίποτε σε αυτόν τον κόσμο». Μια φλόγα είχε φουντώσει μέσα του ξανά.
«Και εγώ, αλλά μην καταπιείς το χάπι».