Διηγήματα, Λήθη

Λήθη #5

Ο χρόνος κατά τον οποίο παρέμεναν ακίνητοι έμοιαζε ατέλειωτος. Προσποιούμενοι τους κοιμισμένους για παραπάνω από δύο ώρες, οι αντοχές τους εξαντλούνταν και η υπομονή τους στέρευε. Τα πάντα έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Μόνο ένας φρουρός υπήρχε στο κελί τους και για να έχουν ελπίδες επιβίωσης έπρεπε να τον ακινητοποιήσουν αστραπιαία, όμως αυτό φάνταζε αδύνατο. Ο άνδρας ήταν τερατώδης. Ψηλός, πάνω από δύο μέτρα, με τεράστιους μυς και ακόμα μεγαλύτερη κοιλιά. Τα τατουάζ στα μπράτσα του ήταν χαρακτηριστικό σημάδι των πολλών χρόνων που πέρασε στη φυλακή και μόνο στην σκέψη πως θα τον αντιμετώπιζαν, τα πόδια του Ενρίκου έτρεμαν.

Μια στιγμή. Μονάχα μια στιγμή θάρρους μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Έτσι και έγινε. Ο Ενρίκος σηκώθηκε, όσο ο φρουρός ξαπόσταζε πάνω στα κάγκελα του κελιού, και τον χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι. Ο άνδρας ζαλίστηκε και έπεσε στο πάτωμα, ενώ η Άλισον είχε ήδη αποσπάσει τα κλειδιά από την τσέπη του. Άνοιξαν την πόρτα του κελιού, αλλά πριν προλάβουν να φύγουν ο φρουρός έπιασε το πόδι της Άλισον και την έριξε και αυτή κάτω. Ο Ενρίκος έτρεξε κατά πάνω του, αλλά ο αντίπαλός του πλέον είχε σηκωθεί και με μια κίνηση τον άρπαξε από το λαιμό προσπαθώντας να τον πνίξει.

Δεν είχε ελπίδα. Ήταν πιο δυνατός από αυτόν και ήδη είχε αρχίσει να προσπαθεί να ανακτήσει την αναπνοή του. Και τότε άκουσε τον κρότο. Η πιστολιά αντήχησε σαν σειρήνα στα μπουντρούμια και ο γιγαντιαίος άνδρας κείτονταν νεκρός από τη σφαίρα του ίδιου του του όπλου.

«Αγάπη μου! Αγάπη μου! Τον σκότωσα; Ωχ Θέε μου! Τον σκότωσα!» η Άλισον έμοιαζε αλαφιασμένη.

«Ηρέμησε! Πάμε να φύγουμε!»

«Τον σκότωσα! Παναγία μου!

«Πάμε να φύγουμε! Τώρα Άλισον!» της φώναξε, καθώς έτρεχε προς την πόρτα που οδηγούσε στα σκαλιά των μπουντρουμιών. Δεν είχε σημασία πως η γυναίκα του ήταν πλέον δολοφόνος. Δεν είχε σημασία πως το αίμα του άνδρα κυλούσε στα πόδια τους.
Έπρεπε απλά να φύγουν από εκεί και μετά θα έβρισκαν τη λύση.

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.