Ο Άλεξ ξύπνησε ξαπλωμένος σε ένα λευκό και σκληρό κρεβάτι. Οι τοίχοι δίπλα του ήταν γκρίζοι και απέναντί του μια καγκελόπορτα χώριζε το δωμάτιο από έναν πιο ευρύχωρο διάδρομο. Σηκώθηκε και ένιωσε το σώμα και το μυαλό του να πονάνε. Αναγούλιασε και έκανε εμετό στα πόδια του κρεβατιού, ενώ η Μαρί- Ανν τον κοιτούσε από μια γωνία. Ένιωσε πιο άσχημα από ποτέ. Η κοπέλα, αν και είχε τυλιχτεί οκλαδόν και έτρεμε από το κρύο, ήταν πολύ όμορφη. Ψηλή, μαυρομάλλα με καθαρά ματιά. Τα ίδια μάτια που πριν λίγο μπήκαν στο μυαλό του, είδαν όλο του το παρελθόν και τον κατεύνασαν την οργή του.
«Συγγνώμη» είπε, κοιτώντας τον εμετό.
«Έχω δει και χειρότερα» απάντησε η Μαρί- Ανν, προσπαθώντας να κολλήσει τη ζακέτα στο σώμα της.
«Που είμαστε;»
«Στο υπόγειο. Μόλις λιποθύμησες, έφθασε στο χώρο ο Δρ. Άνταμς, μαζί με αρκετούς φρουρούς. Προσπάθησα να του νικήσω, αλλά είχαν άμυνες ενάντια στην τηλεπάθεια μου. Άλλη μια ευκαιρία χαμένη. Γαμώτο».
«Τι εννοείς;» ρώτησε με μια έντονη απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
«Τι να εννοώ αγόρι μου; Εσύ δεν έκανες όλο αυτό το σαματά για να το σκάσεις από εδώ μέσα; Ε, αυτό προσπαθώ να κάνω εδώ και καιρό και με σένα νόμιζα πως βρήκα την ευκαιρία να το πετύχω. Τίποτα όμως, σκατά, για άλλη μια φορά». Αν και η Μαρί- Ανν ήταν πανέμορφη και από μακριά φαινόταν πολύ ευάλωτη, έκρυβε μέσα της το μεγαλύτερο τσαμπουκά που είχε γνωρίσει στο Άνταμς Χάουζ. «Να θυμάσαι, δεν είμαστε τρελοί. Τηλεπαθητικοί είμαστε. Αυτό το χάρισμα θέλουν να μας κλέψουν και θα το κάνουν αν δε φύγουμε από εδώ.
«Γνωρίζω πως δεν είναι και το καλύτερο μέρος στο κόσμο, αλλά μήπως χρειαζόμαστε τη βοήθειά τους; Μόνο μετά τα χάπια που μου δίνουν, μπορώ και ηρεμώ και κοιμάμαι λίγο. Όλη η υπόλοιπη μέρα είναι μαρτύριο. Τόσες πληροφορίες, από τόσα μυαλά κάθε μέρα. Νομίζω πως το κεφάλι μου θα σπάσει και ειλικρινά, δε με νοιάζει τι σκέφτεται κανείς τους. Την ησυχία μου θέλω». Τα πίστευε όλα αυτά. Δεν τον ένοιαζε ούτε το υποτιθέμενο χάρισμα ή πρόβλημα ή αρρώστια του. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπορεί να κοιμηθεί και να χαλαρώνει, μακριά από τις σκέψεις του κόσμου. Καθημερινά, διάβαζε τα μυαλά πόσων συνομηλίκων του, άθελα του, χωρίς να μπορεί να το σταματήσει. Αυτή η ζωή ήταν αβάσταχτη.
«Σε ναρκώνουν ηλίθιε και σου αρέσει κιόλας! Δεν έχεις δει τα όργανα με τα οποία μετράνε τη σκέψη σου; Δεν ξέρω τι θέλουν να φτιάξουν εδώ, όμως εγώ δε θα τους το επιτρέψω».
Ίσως και να είχε δίκιο, ίσως και όχι. Όμως, η αλήθεια ήταν μία. Ήταν εγκλωβισμένοι εκεί μέσα, μακριά από την κανονική ζωή. Δε ζούσαν, απλά υπήρχαν και δυστυχώς, κανείς δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
«Σήκω κοπελιά, είσαι η επόμενη!» φώναξε ο φρουρός και η Μαρί- Ανν τον ακολούθησε απρόθυμα. Ο Άλεξ γνώριζε που θα την πήγαινε και πως μετά ήταν η σειρά του. Ο πόνος δε θα σταματούσε ποτέ.