Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε τον πρόλογο του τελευταίου μέρους της τριλογίας “Γεννημένη στης 13”, του Χρήστου Αντώναρου. Περισσότερες πληροφορίες και σχόλια για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε εδώ.
Τρία λεπτά πριν τη Μέγιστη Τιμωρία, Βαβυλώνα.
Δεκατρείς καρδιές κρέμονται από το πήλινο ταβάνι με αλυσίδες, σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο. Δεκατρείς καρδιές χορεύουν υπό το φως των κεριών. Ο παλμός τους ηχεί σαν τύμπανα πολέ- μου μέσα στο σκοτάδι, συνοδεύει το τραγούδι της μάγισσας. Εκείνη, η ερωμένη του δαίμονα, γονατισμένη από κάτω τους, λού- ζεται στο αίμα, ψιθυρίζοντας στην γλώσσα της άλλης πλευράς. Ένα νανούρισμα, σε μια απαγορευμένη γλώσσα για τους θνητούς, για το αγέννητο παιδί της που άψυχο κοιμάται μέσα της.
Σηκώνεται και τεντώνει τα χέρια της ψηλά. Αίμα κυλάει πάνω στις καμπύλες του νεανικού κορμιού της. Η ηλιοκαμένη άγρια ομορφιά της κάνει την πλάση να αισθάνεται περηφάνια. Η νύφη του δαίμονα, λουσμένη με ένα κόκκινο νυφικό. Η φλόγα των κεριών σπαρταράει πάνω στη τσιγκελωτή λεπίδα του μαχαιριού της.
Η μάγισσα χορεύει μόνο για εκείνον. Το κορμί της είναι το πέρασμά του εραστή της στον κόσμο των ζωντανών. Η ψυχή της, ψυχή του. Με μάτια ερμητικά κλειστά, περιστρέφεται ξέφρενα και γελά δυνατά και χαρμόσυνα. Ο ρυθμός των τυμπάνων οδηγεί τα παθιασμένα βήματά της μέσα στην κόκκινη λίμνη. Το τραγούδι της την παρακαλεί να λυγίσει τη μέση της. Οδηγεί τα χέρια της μέσα από τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της και δαγκώνει τα σάρκινα χείλη της. Ταυτόχρονα, η μάγισσα ψιθυρίζει το όνομά του.
– Νανχίλ, Νανχίλ, Νανχίλ.
Με μια και μόνο κίνηση το μαχαίρι της διαγράφει μια ευθεία γραμμή κάτω από τον αφαλό της. Αίμα, αυτή τη φορά το δικό τηςτρέχει από την ανοιχτή πληγή και αναμιγνύεται με το υγρό νυφικό της. Περιστρέφεται μια τελευταία φορά και γονατίζει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η έντασή τους κάνει τους τοίχους να σείονται και το αίμα στο πάτωμα να κοχλάζει. Ο δαίμονας, ο εραστής της, έχει ενστερνιστεί την προσφορά της. Δεκατρείς καρδιές και το άψυχο κορμί του παιδιού της. Τον νιώθει κάτω από το δέρμα της να αγγίζει κάθε σπιθαμή της σάρκας της. Τον νιώθει στην άκρη των χει- λιών της να τη φιλά. Τον νιώθει ανάμεσα στα πόδια της να την κάνει δική του. Τον ακούει να της μιλά. Η φωνή του ακούγεται από κάθε γωνιά του δωματίου. Είναι απαλή, γλυκιά και γεμάτη πάθος. Η φωνή ενός εραστή. Τη φωνάζει ‘αγάπη μου’ στην γλώσσα των δαιμόνων.
– Βου βερλ. Το όνομά σου. Δεν είναι αντάξιο της σημαντικότητάς σου. Από εδώ και στο εξής, θα σε ονομάζουν αλλιώς. Δεν είσαι μια οποιοδήποτε γυναίκα, να ονομάζεσαι με ένα οποιοδήποτε όνομα. Είσαι η πρώτη γυναίκα, η πρώτη ερωμένη μου και η μοναδική, Βου βερλ. Οι επόμενες που θα έρθουν θα είναι κόρες μου. Αν και αδερφές σου, θα σου φέρονται σαν μητέρα.
Τα κεριά σβήνουν σαν να τα φύσηξε ένας ανύπαρκτος άνεμος. Οι καρδιές σταματούν τον ξέφρενο παλμό τους. Η μήτρα της βίαια αδειάζει. Το παιδί τους είναι στα χέρια του πατέρα του. Το αίμα δεν ρέει πια από την ανοιχτή πληγή της. Δάκρυα χαράς κα- λύπτουν τα μάγουλά της. Σκύβει και φυλάει το πάτωμα. Εισπνέει αίμα, το δικό της αίμα.
Η πρώτη γυναίκα. Έτσι την ονόμασε ο εραστής της. Η πρώτη που είδε την αλήθεια, που κατάλαβε τη δύναμη που κρύβει η θηλυκότητά της.
‘Ρα Γκμα’.
Δύο λέξεις στην γλώσσα τον δαιμόνων που από εδώ και πέρα θα ακούγονται σαν ένα όνομα.
Ράγκμα.
Ένα όνομα που κυριαρχεί στην σκέψη της και την κάνει να ξε- χάσει το όνομα που της έδωσαν οι γονείς της. Μαζί χάνονται τα όσα ανούσια μέχρι σήμερα έχει βιώσει. Όλα εκτός από τον εραστή της. Με εκείνον θα είναι για πάντα μαζί. ‘Ινς φιρ ριβ’ ψιθυρίζει στο σκοτάδι και το σκοτάδι της χαμογελά.