Διηγήματα, Οι Μύθοι της Ιόλια, Τα Χρονικά του Βάρδου

Το Τόξο της Βανέρια (Τα Χρονικά του Βάρδου ΙΙΙ)

Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο γνώριζα αρκετά από τα μέλη της Μαύρης Αντίστασης και αντιλαμβανόμουν το λόγο που τους διάλεξε ο γιος μου. Όλοι τους είχαν μία δύναμη και έναν σκοπό, κάτι για να παλέψουν. Ιδανικά και αξίες δύσκολα να βρεθούν σε αυτή την εποχή. Μερικοί βέβαια κουβαλούσαν πολλά περισσότερα, ένα φορτίο το οποίο το διέκρινες εύκολα στον αντικατοπτορισμό των ματιών τους στη λίμνη. Γιατί τα νερά της αποκαλύπτουν τα πάντα και κυρίως τον κρυφό μας εαυτό. Έτσι έμαθα λοιπόν για τον Νέντος, τον τοξότη της Βανέρια, έναν ταπεινό και χαρωπό άνθρωπο που ισχυριζόταν μεγάλα κατορθώματα με το τόξο. Δεν τον πίστευα όταν κόμπαζε ηλίθια μπρος στους άλλους συντρόφους αλλά μία μέρα μου απέδειξε το αντίθετο.
       Ήταν πολύ νωρίς το πρωί. Ο ήλιος έδινε τη δική του μάχη να περάσει το φως μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων του Μπίβερεν. Περίεργο αλλά με την πάροδο του χρόνου το αρχαίο αυτό δάσος φαινόταν πως ανακτούσε την πλούσια βλάστησή του. Εκείνο το γαλήνιο λοιπόν πρωίνο, ο Νέντος είχε σηκωθεί πολύ νωρίς και εξασκούνταν στο τόξο. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος καθώς είχε για συντροφιά τη μικρή της παρέας. Την πιο νεαρή ελεύθερη κοπέλα του Βόργκαστ! Το ονομά της Νένια και ακολούθησε τη μητέρα της στο δρόμο της ελευθερίας. Ήταν μόλις 5 χρονών. Επειδή ο Νέντος ήταν από τους πιο πλακατζήδες πολεμιστές της άρεσε να τον πειράζει ενώ αυτός προπονούνταν. Ωστόσο λόγω του νεαρού της ηλικίας της, την εντυπωσίαζαν αντικειμενικά περισσότερο τα λουλούδια που φύτρωναν γύρω από τη λίμνη παρά τα λαδωμένα αν και όμορφα μαλλιά του τοξότη, που συνήθως ήταν πιασμένα σε κότσο. Τα κόκκινα ήταν τα αγαπημένα της. 

       Πάνω από μια συστάδα τέτοιων λουλουδιών βρισκόταν η μικρή όταν είδαμε το αγριογούρουνο να τρέχει. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα κάτι παρόμοιο. Είχε τουλάχιστον το μέγεθος τριών ενηλίκων, τα κέρατα του ήταν μεγάλα σαν τσεκούρια ενώ από το στόμα ξέβραζε μαύρος αφρός. Έτρεχε προς το μέρος τη μικρής με απίστευτη και ασυγκράτητη ορμή. Νόμιζα πως όλα είχαν τελείωσει και θα θρηνούσαμε το πιο αναπάντεχο θύμα όταν είδα το βέλος να περνάει δίπλα από το κεφάλι μου ουρλιάζοντας έναν ήχο θανάτου. Το μάτι μου δεν πρόλαβε να συλλάβει το τι έγινε και γύρισα βλέποντας το βέλος καρφωμένο ανάμεσα στα μάτια του θηρίου και τον Νέντος να τρέχει προς το μέρος της μικρής που είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Πότε μου δεν είχα βγεί τόσο λάθος για τις ικανότητες ενός ανθρώπου! Και δεν είχα μάθει καν τίποτα.
       Το βράδυ γύρω από τη μεγάλη φωτιά, που ανάβαμε κάθε νύχτα, έτυχε να πιάσω την κουβέντα με τον Μπάρακ, τον κολλητό φίλο του Νέντος. Του εξέφρασα την απορία μου για το πώς ήταν τόσο ήρεμος και αποτελεσματικός στην τέχνη του, ενώ ο χαρακτήρας του φαίνεται τουλάχιστον παιδικός. 


Ήταν αυτός ο άνδρας που μου θύμισε πως στη ζωή, αυτοί που κάνουν τους ανθρώπους που αγαπούν, να γελούν και να χαίρονται την κάθε στιγμή, είναι στην πραγματικότητα αυτοί που έχουν πληγωθεί περισσότερο απ’ όλους. Γιατί αυτό το αόρατο φορτίο που κουβαλούν δίνει άλλη αξία στην ύπαρξη τους.
Αυτή είναι η ιστορία του Νέντος, του Τόξου της Βανέρια. 


       Ο Νέντος γεννήθηκε στη βασιλική οικογένεια της Βανέρια όντας ο πρώτος υιός του Οίκου των Ραμόν. Τριάντα χρόνια πριν, στη βάπτισή του, παρευρέθηκαν όλες οι μεγάλες οικογένειες της Νότιας Ιόλια αλλά και μερικές από τις πιο εξέχουσες του Βορρά. Ακούμπησε το πρώτο του τόξο σε πολύ μικρή ηλικία όταν ο πατέρας του του χάρισε το πρώτο του δρύινο όπλο, που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του ονόματος του τα επόμενα χρόνια. Δυστυχώς ο καλοκάγαθος πατέρας του σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του σε ενέδρα. Καιρό πριν είχε απορρίψει τη δουλεία στο βασίλειό του, γεγονός που δε βρήκε πολλούς υποστηρικτές στην αυλή.Έτσι ο νεαρός, εικοσάχρονος, Νέντος έγινε βασιλιάς της Βανέρια τίτλος που δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Οι αντίπαλοι του στη βασιλική αυλή ήταν περισσότεροι από αυτούς που τον αποδέχονταν. Σε μία σύρραξη στο βασιλικό θρόνο ο άνδρας που θεωρούσε το δεξί του χέρι πέρασε το σπαθί στην καρδιά του μικρού του αδερφού ενώ, η ακόμα μικρότερη αδερφή του κλείστηκε στα μπουντρούμια και αυτός εκδιώχθηκε από το παλάτι. Από τότε λοιπόν έχουμε την κυριαρχία του Βάραντος του Καπηλευτή στη Βανέρια η οποία έγινε μία από τα κυρίαρχα λιμάνια δούλων στην Ιόλια.
       Ενώ οι φήμες οργίαζαν για την κατάληξη του Νέντος, αυτός είχε ήδη βγει στην αντεπίθεση. Το Τόξο της Βανέρια, κρυφά , τη νύχτα, έναν κάθε βράδυ, άρχισε να εκτελεί τους προδότες του θρόνου. Στα νεκρά σώματα των θυμάτων του άφηνε γραμμένο με αίμα τη λέξη ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Τελευταία άφησε τον Βάραντος, τον οποίο ήθελε να σκοτώσει πάνω στο θρόνο που καπηλεύτηκε, όμως πιάστηκε και βασανίστηκε μέχρι ορίων. Το ύστατο βασανιστήριό του ήταν να δει την δεκαπεντάχρονη αδερφή του να βιάζεται και να αποκεφαλίζεται μπροστά στα μάτια του. Η ψυχή του τραυματίστηκε και πλέον δεν ήταν ποτέ ο ίδιος άνθρωπος. Τον πούλησαν σαν σκλάβο στο Βόργκαστ, στο μακρινό Βορρά που αντιπαθούσε, αλλά εδώ έμελλε να γνωρίσει κάποιον που θα του άλλαζε τη ζωή. Αυτός ήταν ο Θον για τους πολεμιστές του. Τους έδωσε έναν σκοπό, ένα λόγο για να μάχονται. Τότε μόνο κατάλαβα γιατί το βέλος του σκότωσε το αγριογούρουνο τόσο εύστοχα εκείνη τη μέρα. Πλέον ο Νέντος είναι ένας άνθρωπος που ατενίζει ξανά με θάρρος το μέλλον. Όμως βαθιά κάτω από το μεγάλο και ζεστό χαμόγελο του ο πόνος του υπάρχει ακόμα και ίσως να μην πάψει ποτέ. 

Τα Χρονικά του Βάρδου ΙΙΙ

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.